fem. o σφάκτης,
A priestess, Ael.Fr.44.
σφάκτρια: θηλ. τοῦ σφάκτης, ἱέρεια, παρὰ Σουΐδ.· ἴδε Ἰακ. Ἀνθ. Π. 594.
ἡ, Αβλ. σφάκτης.