σύμμηρος

Revision as of 20:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with the thighs closed, μηροὶ σ. Hp.Art.77, Hippiatr. 14; = compernis, Gloss.

German (Pape)

[Seite 982] mit zusammen od. nahe an einander stoßenden Schenkeln, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμηρος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς μηροὺς κεκλεισμένους, μηροὶ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός του οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ-μηρος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμ-μηρος -ον met de dijbenen tegen elkaar: gezegd van dijbenen zelf. μηροὶ... ἄνωθεν σαρκώδεές τε καὶ ξύμμηροι bovenaan (bij het bekken) zijn dijbenen vlezig en raken ze elkaar Hp. Art. 77.