τελεστός

Revision as of 20:37, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A fulfilled, ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν dub. in IG22.4548.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ-τος, ὀψιτέλεσ-τος. Η μαρτυρία του απλού τελεσ-τός είναι αμφίβολη].