Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
P. ἐπιτελής, P. and V. τέλειος (rare P.). τέλεος (rare P.), V. ἐκτελής, τελεσφόρος.