ές,
A patriotic, πάθος Ph.2.386.
φῐλοεθνής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὸ ἑαυτοῦ ἔθνος, Φίλων 2. 386.
-ές, Ααυτός που αγαπά το έθνος του, την πατρίδα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ἀλλο-εθνής].