ἔθνος
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
εος, τό: (ϝέθνος, cf. Il.2.87, 7.115, al.): -
A number of people living together, company, body of men, ἑτάρων ἔθνος, ἔθνος ἑταίρων, band of comrades, Il.3.32, 7.115, etc.; ἔθνος λαῶν host of men, 13.495; of particular tribes, Αυκίων μέγα ἔθνος 12.330; Ἀχαιῶν ἔθνος 17.552: pl., ἔθνεα πεζῶν 11.724, cf. 2.91; ἔθνος νεκρῶν Od.10.526; of animals, ἔθνος μελισσάων, ἔθνος ὀρνίθων, ἔθνος μυιάων, swarms, flocks, etc., Il.2.87,459,469; ἔθνη θηρῶν S.Ph.1147 (lyr.), Ant.344; ἔθνος ἀνέρων, ἔθνος γυναικῶν, Pi.O.1.66, P.4.252; ἔθνος βρότεον, ἔθνος θνατόν, Id.N.3.74, 11.42; ἔθνος τόδε, of the Erinyes, A.Eu.366 (lyr.).
2 after Hom., nation, people, τὸ Μηδικὸν ἔθνος (γένος being a subdivision of ἔθνος) Hdt.1.101; ἔθνος ἠπειρογενές, ἔθνος μαχαιροφόρον, A.Pers.43, 56 (anap.), etc.; τῶν μηδισάντων ἐθνέων τῶν Ἑλληνικῶν Hdt.9.106.
b later, τὰ ἔθνη foreign, barbarous nations, opp. Ἕλληνες, Arist.Pol.1324b10; ἔθνος νομάδων, of Bedawin, LW2203 (Syria); at Athens, athletic clubs of non-Athenians, IG2.444, al.; in LXX, non-Jews, Ps.2.1, al., cf. Act.Ap.7.45; Gentiles, τῶν ἐθνῶν τε καὶ Ἰουδαίων ib.14.5, etc.; used of gentile Christians, Ep. Rom.15.27.
c at Rome, = provinciae, App.BC2.13, Hdn.1.2.1, PStrassb.22.19 (iii A. D.), D.C.36.41, etc.: so in sg., province, ὁ τυραννήσας τοῦ ἔθνους D.Chr.43.11; ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔθνους the governor of the province, POxy.1020.5 (iii A. D.).
3 class of men, caste, tribe, τὸ Θετταλῶν . . πενεστικὸν ἔθνος Pl.Lg.776d; ἔθνος κηρυκικόν Id.Plt.290b; οἶσθά τι ἔθνος ἠλιθιώτερον ῥαψῳδῶν; X.Smp.3.6; δημιουργικὸν ἔθνος Pl.Grg.455b, cf. Arist.Ath.3; ἔθνος βραχμάνων D.S.17.102; τὰ ἱερὰ ἔθνη the orders of priests, OGI90.17 (ii B. C.); trade-associations or guilds, ἔθνη καὶ ἐργαστήρια PPetr.3p.67 (iii B. C.), al.; class in respect to rank or station, οὐ πρὸς τοῦτο βλέποντες . . ὅπως . . ἕν τι ἔθνος ἔσται διαφερόντως εὔδαιμον Pl.R.420b, cf. 421c, D.21.131.
4 sex, θῆλυ ἔθνος = female sex, ἄρρεν ἔθνος = male sex, X.Oec.7.26.
5 part, member, Hp.Loc.Hom.1.
II of a single person, a relation, Pi.N.5.43.
Spanish (DGE)
-εος, τό
A como asociación humana
I organizada para la guerra
1 grupo, formación ligada a un héroe-jefe, mesnada ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο se retiró hacia el grupo de sus compañeros, Il.3.32, cf. 7.115, 11.595, 15.591, 17.114, ὡς ἴδε λαῶν ἔθνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ cuando contempló la formación de huestes que le seguía a Eneas Il.13.495.
2 hueste, tropa esp. c. gen. o adj. determinando cierta especialización ἔθνεα πεζῶν tropas de infantes, Il.11.724, τὸ μαχαιροφόρον ἔθνος A.Pers.56, κατὰ τάξις τε καὶ κατὰ ἔθνεα Hdt.7.212
•esp. c. gen. de grupos de pueblos en alianza ocasional para la guerra hueste, ejército Λυκίων μέγα ἔθνος Il.12.330, Ἀχαιῶν Il.17.552, ἔθνεα Βοιωτῶν καὶ Χαλκιδέων δαμάσαντες epigr. en Hdt.5.77 (= IG 13.501 (VI a.C.)), τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων ... στιχόωντο de ellos muchas tropas salían en fila de las naves y las tiendas, Il.2.91, 464, cf. Tyrt.1.46, LXX Is.13.4.
II en el ámbito socio-polít., frec. c. gen. o adj.
1 nación, pueblo
a) rel. su asentamiento, más orientativo que específico ἔθνεα ... Ὑπερβορέων Hes.Fr.150.21, ἐπίπαν ἠπειρογενὲς ... ἔθνος todo pueblo del continente asiático, A.Pers.43, ἔθνος οἰκημένον πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς Hdt.1.201, cf. 104, 3.159, τύραννος ἐθνέων τῶν ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ Hdt.1.6, Σέσωστριν ... ἀνάγοντα πολλοὺς ἀνθρώπους τῶν ἐθνέων τῶν τὰς χώρας κατεστρέψατο Hdt.2.107, cf. 4.71 (bis), οὐχ ... τὰ ἐν τῇ Εὐρώπῃ, ἀλλ' οὐδ' ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἔθνος Th.2.97, cf. D.S.3.30.1, Μαιῶτις λίμνη καὶ τὰ περιοικοῦντα ἔθνη Vett.Val.9.2, situación geog. que condiciona el aspecto y carácter, Hp.Aër.14, τὰ ... ἐν ψυχροῖς τόποις ἔθνη ... θυμοῦ ... ἐστι πλήρη Arist.Pol.1327b23, op. ‘la tierra’ τῶν ἄν κου ἐπιβέωμεν γῆν ... καὶ ἔθνος, τούτων ... τὸν σῖτον ἕξομεν Hdt.7.50, ἔθνος καὶ τόποι Plb.2.37.5
•sin mención concreta de territorio, c. gen. Μερόπων Pi.I.6.32, τὰ ἐντὸς Μακεδόνων ἔθνεα Hdt.6.44, τῶν μηδισάντων ἐθνέων τῶν Ἑλληνικῶν Hdt.9.106, Σύρων S.Fr.638, cf. Ar.Ach.153, Theopomp.Hist.382, A.R.2.1225, Act.Ap.10.22, I.AI 12.6, Ph.2.197, τῶν προσεσπερίων ἐθνῶν Plb.1.2.6, οἱ ἀπὸ ἔθνους νομάδων los del pueblo beduino, LW 2203 (Tarba, imper.), τὸ τῶν Θαμουδηνῶν ἔθνος SEG 45.2026 (Arabia II d.C.)
•c. adj. Βοιώτιον ἔθνος Pi.Fr.75 (= 83), cf. Hdt.1.101, 153, Hp.Aër.17, νησιωτικὰ ἔθνεα Hdt.7.80, cf. Plb.36.9.9, γραμματεὺς ἔθνους Βλεμμέου SB 13930.1 (VI/VII d.C.), κρητικὸς ... ἀπὸ ἔθνους ὠνόμασται el verso crético se denomina así por tal pueblo Aristid.Quint.38.13
•como un término generalizador Σάκας μὲν καὶ Ἰνδοὺς καὶ Αἰθίοπάς ... ἄλλα τε ἔθνεα πολλά Hdt.7.9, cf. 209, Th.2.99, 3.92, Βάκαλες, ὀλίγον ἔθνος Hdt.4.171, cf. 172, ἔθνη γὰρ πλεῖστα δὴ ἐπὶ μίαν πόλιν ξυνῆλθε Th.7.56, προπολεμῶν ... πρὸς πολλὰ ἔθνη OGI 56.12 (Tanis III a.C.)
•no forzosamente de la misma lengua ξυμμείκτοις ἔθνεσι βαρβάρων διγλώσσων Th.4.109, ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν κατὰ γλώσσας αὐτῶν ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν LXX Ge.10.20;
b) como unidad apropiada para el movimiento y control de masas: en grandes ejércitos σύμμεικτος στρατὸς παντοίων ἐθνέων Hdt.7.55, esp. en la forma κατὰ ἔθνεα: ἀριθμήσαντες κατὰ ἔθνος διέτασσον Hdt.7.60, cf. 81, διελύθησαν κατὰ ἔθνη tras una empresa guerrera, Th.2.68, δασάμενοι τὸν χῶρον οἱ βάρβαροι κατὰ ἔθνεα Hdt.7.23
•como objeto de sometimiento y exacción de impuestos διαπέμψας ... ἐς πᾶν ἔθνος τῶν ἦρχε προεῖπε ἀτελείην εἶναι στρατηίης καὶ φόρου Hdt.3.67, cf. 134, para lo que se crean agrupaciones forzadas administrativamente, Hdt.3.89, Th.2.99, Lys.2.5, LXX Es.1.3
•en movimientos migratorios y de fundación de colonias ἀποπλέειν κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζήτησιν, ἐς ὃ ἔθνεα πολλὰ παραμειψαμένους ἀπικέσθαι ἐς Ὀμβρικούς Hdt.1.94;
c) c. ciertos rasgos polít. e institucionales comunes, como tener a su cabeza un jefe, esp. un βασιλεύς: Λυδῶν καὶ ἄλλων ἐθνέων βασιλεύς Hdt.1.53, τὸ πρῶτον ἐβασιλεύοντο αἱ πόλεις, καὶ νῦν ἔτι τὰ ἔθνη Arist.Pol.1252b19, cf. Plb.5.90.5, 9.1.4
•c. costumbres y νόμοι particulares, Hp.Aër.17, Arist.Rh.1360a35;
d) como la primera organización humana tras los hombres primitivos συστήματα τῶν ἁπάντων ἐθνῶν ἀρχέγονα Democr.B 5
•incluyendo varios γένη: τὸ μὲν Πελασγικόν, τὸ δὲ Ἑλληνικὸν ἔθνος del que se desgaja el Δωρικόν y el Ἰωνικὸν γένος Hdt.1.56, cf. 2.54, Th.4.61, Arist.Pol.1324b10, LXX Ib.40.30, pero éstos tb. considerados ἔθνη: τὸ Ἰωνικὸν ἔθνος Hdt.1.143, τούτων (sc. Ἑλλήνων) τοσάδε ἔθνεά ἐστι· οἱ μὲν ἀπὸ Σαλαμῖνος καὶ Ἀθηνέων, οἱ δὲ ἀπὸ Ἀρκαδίης Hdt.7.90
•c. valoración de su antigüedad y sedentarismo ἀρχαιότατον μὲν ἔθνος παρεχόμενοι, μοῦνοι δὲ ἐόντες οὐ μετανάσται Ἑλλήνων de los atenienses, Hdt.7.161, cf. Isoc.4.24, νεώτατον πάντων ἐθνέων de los escitas, Hdt.4.5
•universalizado en la fórmula τοῖς γῆς καὶ θαλάσσης καὶ παντὸς ἀνθρώπων ἔθνους καὶ γένους δεσπόταις PLips.34.1, 35.1 (ambos IV d.C.), SB 14606.2 (V d.C.), πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου Eu.Luc.12.30, πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων Act.Ap.17.26;
e) en recuentos de sus nombres con objetivos políticos, históricos o culturales ἔθνεα πάντα ὅσα περ ἧγε (inscribió Darío los nombres de) todos los pueblos que acaudillaba Hdt.4.87, cf. 5.36 (= Hecat.T 5), Aeschin.2.116, Ἐθνῶν ὀνομασίαι denominaciones de pueblos tít. de Hippias B 2, κατὰ ἔθνη ... τὴν ἐπωνυμίαν παρέχεσθαι de la Grecia primitiva, Th.1.3, cf. 7.57;
f) diferenciado de otras organizaciones humanas, esp. πόλις: οὔτε πόλιν ἀνδρῶν οὐδεμίαν οὔτε ἔθνος ἀνθρώπων Hdt.7.8γ, cf. 5.2, 6.27, 8.108, Pl.R.348d, προσοικοῦντα γὰρ τὰ ἔθνη ταῦτα τῇ πόλει πολέμια ἦν Th.5.51, πόλεων καὶ ἐθνῶν ἀρχαί Plot.1.4.7, κατὰ ἔθνη καὶ ἕκαστον ἄστυ Th.1.122, cf. D.9.27, περιγραφὴ μᾶλλον ἔθνους ἢ πόλεως entorno más de nación que de ciudad estado Arist.Pol.1276a29, aunque las ciudades pueden estar en su ámbito πόλεις ... οὖσαι ἐν ἔθνεσι τοσοῖσδε Th.2.9, cf. Pl.R.541a
•siendo la κώμη su forma de habitación más representativa ἔθνος μέγα μὲν εἶναι τὸ τῶν Αἰτωλῶν ... οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους Th.3.94, διοίσει δὲ τῷ τοιούτῳ καὶ πόλις ἔθνους, ὅταν μὴ κατὰ κώμας ὦσι κεχωρισμένοι τὸ πλῆθος Arist.Pol.1261a28, cf. 1284a38, diferenciada del individuo εἴ τις τάδε ... παραβαίνοι ἢ πόλις ἢ ἰδιώτης ἢ ἔθνος Aeschin.3.110
•op. φυλή: ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν LXX Ge.10.5, ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους Apoc.5.9
•pero identificado con las tribus de Israel δώδεκα ἄρχοντες κατὰ ἔθνη αὐτῶν LXX Ge.25.16, cf. Ep.Barn.13.2, Herm.Sim.9.17.
2 familia, estirpe, casta esp. real o aristocrática, por considerarse un origen común ὁμόσπορον ἔθνος de los eácidas, Pi.N.5.43, de los Batíadas τὸ ἐλάσιππον ἔθνος = familia aficionada a la equitación Pi.P.5.85, καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα dicho por Yahvé a Abraham, LXX Ge.12.2
•una de las partes en que se divide la φυλή ática, Arist.Ath.fr.5b.
3 desde un punto de vista estricto del pueblo judío gente, nación, gentilidad, plu. ἔθνη = gentes, pueblos, gentiles νῆσοι τῶν ἐθνῶν dicho de los descendientes de Jafet, LXX Ge.10.5, τίς τῶν θεῶν πάντων τῶν ἐθνῶν τούτων LXX Is.36.20, cf. Ps.2.1, πέπαυται ὁ φόβος τῶν ἐθνῶν LXX Is.33.8, cf. 2Es.9.7, Ἑλληνικὰ καὶ βαρβαρικὰ ἔθνη Ph.1.339
•dicho de los cristianos no judíos Ep.Rom.15.27, τῶν ἐθνῶν τε καὶ Ἰουδαίων Act.Ap.14.5, cf. 7.45, πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν Ep.Rom.16.4, cf. Ep.Gal.2.12
•op. crist. gentiles, paganos αὐτοῖς (ἡγεμόνες, βασιλεῖς) καὶ τοῖς ἔθνεσιν Eu.Matt.10.18, como posibles conversos, 2Ep.Clem.13.3, Manes 68.10, cf. Origenes Io.28.19, c. connotaciones neg. ἔθνος παράνομον LXX Pr.26.3, ἄνομα ἔθνη Mart.Pol.9.2.
III dentro de una organización estamental, esp. la urbana y relig.
1 clase, estamento (τὸ Θετταλῶν) ... πενεστικὸν ἔθνος la clase servil de los penestes propia de los tesalios Pl.Lg.776d, οὐ μὴν πρὸς τοῦτο βλέποντες ... ὅπως ... ἕν τι ἡμῖν ἔθνος ἔσται διαφερόντως εὔδαιμον Pl.R.420b, cf. 421c, 466a, δημιουργικόν Pl.Grg.455b, cf. Criti.110c, τὸ μιμητικὸν ἔθνος ref. esp. a los poetas, Pl.Ti.19d, D.21.131
•del grupo profesional clase, gremio ἔθνος κηρυκικόν Pl.Plt.290b, οἶσθα τι ... ἔθνος ... ἠλιθιώτερον ῥαψῳδῶν X.Smp.3.6, ἐργαστήρια καὶ ἔθνη PPetr.3.32ue.2.11 (III a.C.), cf. PKöln 260.3 (III a.C.), de enterradores PRyl.65.3, 6 (I a.C.)
•del sacerdotal colegio, corporación ἱερὰ ἔθνη PPetr.3.59(b) (III a.C.), OGI 90.17 (Roseta II a.C.), cf. PTeb.6.24, UPZ 162.2.24 (II a.C.)
•casta ἔθνος Βραχμάνων D.S.17.102.
2 comunidad, colonia extranjera en Atenas τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων δεδωκότος τοῖς Θρᾳξὶ μόνοις τῶν ἄλλων ἐθνῶν τὴν ἔγκτησιν IG 22.1283.5 (III a.C.), τὰ ἐκ τῶν ἐθνῶν τάγματα las asociaciones agonísticas de compatriotas, los equipos nacionales, IG 22.956.13, cf. 957.30 (ambas II a.C.), en la capital persa, LXX Es.1.1f.
IV según rasgos físicos, no sociales
1 muchedumbre, turba νεκρῶν Od.10.526, 11.34, 632.
2 raza, especie de la humanidad, c. gen. τὸ ταχύποτμον ... ἀνέρων ἔθνος Pi.O.1.66, πανδάκρυτ' ἐφαμέρων ἔθνος E.Or.977, ἔθνεα μυρία θνητῶν Emp.B 35.7, φωτῶν Theoc.17.77
•c. adj. βροτὸν ἔθνος Pi.P.10.28, cf. N.3.74, θνατόν Pi.N.11.42
•sent. peyor. calaña, ralea γυναικῶν ἀνδροφόνων Pi.P.4.252, λῃσταὶ ἢ κλέπται ἢ ἄλλο τι ἔθνος Pl.R.351c, de los hermafroditas, Amph.Seleuc.90, de divinidades negativas αἱμοσταγὲς ἀξιόμισον ἔθνος de las Erinis, A.Eu.363, ἔθνεα Κηρῶν Emp.B 121.
3 sexo τὸ ἔθνος τὸ θῆλυ ἢ τὸ ἄρρεν X.Oec.7.26.
V admin., rom. provincia ὁ τυραννήσας τοῦ ἔθνους D.Chr.43.11, cf. D.C.36.41.1, App.BC 2.13, Hdn.Gr.1.2.1, ταῖς κατ' Ἰταλίαν (πόλεσιν) καὶ ταῖς ἐν τοῖς ἄλλοις ἔθνεσιν SB 11648.2.11 (III d.C.), ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔθνους POxy.1020.5 (II/III d.C.), cf. IGBulg.3.878 (Filipópolis II d.C.), PStras.22.19 (III d.C.), PLips.34.13 (IV d.C.), αὐγουστάλι(ος) τοῦ Θηβ(αίων) ἔθνους PFlor.292.1 (VI d.C.).
B de anim. agrupación, muchedumbre
1 de anim. gregarios, c. determ. en gen. plu. bandada ὀρνίθων Il.2.459, Tim.15.138
•enjambre μυιάων Il.2.469, μελισσάων Il.2.87, μέλαν κολοιῶν ἔθνος Babr.33.4, ἔθνεα ... χοίρων piaras, Od.14.73, ἔθνη θηρῶν manadas de fieras S.Ph.1147, Ant.344, μυρίον ἔθνος βοῶν Theoc.25.114 (ap. crít.).
2 raza, especie ἄνθρωποί τε καὶ ἄλλων ἔθνεα θηρῶν Emp.B 26.4, Hp.Flat.6, ἰχθύων ἔθνος καὶ τὸ τῶν ὀστρέων Pl.Ti.92b, de los conejos οἱ χοιρογρύλλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρόν LXX Pr.30.26, cf. Orph.L.603.
C de cosas
1 clase, tipo δισσὰ ἔθνεα πυρετῶν Hp.Flat.6, ἐξετάζɛ̄ν κατὰ ἔθνος ἕκαστα de objetos de bronce IG 22.120.14 (IV a.C.).
2 parte solidaria, miembro del σῶμα humano, Hp.Loc.Hom.1.
• Etimología: Prob. deriv. de un tema en nasal *su̯edhn-, formado sobre la r. que da lugar a ἕ (cf. οὗ), lat. suus, etc. Otros deriv. del mismo tema serían ἐθάς < *su̯edn̥d- y ὀθνεῖος qq.u.
German (Pape)
[Seite 720] τό, wahrscheinlich von ἔθος, die durch Gewohnheit verbundene Menge, Schaar, Haufen; ἑταί. ρων, πεζῶν, Ἀχαιῶν u. ä. Hom.; ἔθνος λαῶν, die Schaar der Kriegsmannen, Il. 13, 495; βροτόν u. βρότεον, Menschenvolk, Pind. P. 10, 28 N. 3, 71; γυναικῶν P. 4, 252; ἀνέρων Ol. 1, 66. So Tragg. u. Prosa, wo es dann bestimmter Volk, Volksstamm, Nation bedeutet; κατ' ἔθνη καὶ καθ' ἕκαστον ἄστυ Thuc. 1, 1; πομπὰς ἐποίησαν κατὰ ἔθνος ἕκαστοι τῶν Ἑλλήνων, stammweise, Xen. An. 5, 5, 5; ἔθνη βάρβαρα Plat. Critia. 109 a; τὸ Θετταλῶν πενεστικὸν ἔθνος Legg. VI, 776 d. Aber auch Menschenklasse, ἢ κλάπτας ἢ ἄλλο τι ἔθνος Plat. Rep. I, 351 c; δημιουργικόν Gorg. 455 b; τὸ κηρυκικόν Polit. 290 b, die Herolde; οἶσθά τι ἔθνος ἠλιθιώτερον ῥαψῳδῶν Xen. Conv. 3, 6. – Von Tieren, = Schaaren, Heerden, Schwärme; χηνῶν Il. 2, 459; μελισσῶν 2, 87; χοίρων Od. 14, 73; θηρῶν ἀγρίων Soph. Ant. 344, wie Phil. 1132; ἰχθύων Plat. Tim. 92 c; sp. D., wie Theocr. 95, 114. – Bei Xen. Oec. 7, 26 θῆλυ – ἄῤῥεν, Geschlecht. – Bei Sp., wie D. Cass. 36, 24, die unterworfenen Völker in den Provinzen. – Bei K. S. = Heiden.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. race, peuple, nation, tribu en gén.
1 en parl. de pers. ἔθνεα νεκρῶν OD le peuple des morts ; ἔθνεα λαῶν IL les races des peuples;
2 en parl. d'animaux θηρῶν ἔθνη SOPH les races des bêtes sauvages ; ἔθνος μελισσάων, ὀρνίθων IL la race des abeilles, des oiseaux;
3 classe, corporation;
4 sexe : τὸ θῆλυ ἔθνος XÉN le sexe féminin;
II. abs. race de peuples, race, nation ; κατὰ ἔθνη THC par races, par nations;
NT: les nations ; les païens, les Gentils.
Étymologie: R. Ἐθ de Ϝεθ pousser, croître ; cf. φῦλον de φύω.
Russian (Dvoretsky)
ἔθνος: εος τό
1 общество, группа, толпа, часто описательно: Ἀχαιῶν ἔθνος Hom. = Ἀχαιοί; βροτὸν, βρότεον или θνατὸν ἔθνος Pind. = βροτοί, ἄνθρωποι; ἔθνος ἀνέρων Pind. = ἄνδρες;
2 класс, сословие (ῥαψῳδῶν Xen.; δημιουργικόν Plat.; ἱερέων Arst.);
3 пол (τὸ ἔθνος τὸ θῆλυ ἢ τὸ ἄρρεν Xen.);
4 племя (τὰ τῶν Ἑλλήνων ἔθνη Arst.);
5 народность, народ (τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος Her.);
6 pl. языческие племена, язычники (οὐ μόνον ἐξ Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν NT);
7 род, вид, порода (θηρίων ἀγρίων ἔθνη Soph.; ἰχθύων ἔθνος καὶ τὸ τῶν ὀστρέων Plat.);
8 стая, стадо, рой (ὀρνίθων, μελισσάων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔθνος: -εος, τό, (ἐκ τῆς √ϜΕΘ· ἴδε ἐν Ἰλ. Β. 87., Η. 115, κ. ἀλλ.): ἀριθμός τις ἀνθρώπων ζώντων ὁμοῦ, ἄθροισμα ἀνθρώπων ἀποτελούντων ἓν σύνολον, ὁμάς, ἑτάρων ἔθνος, ἔθνος ἑταίρων, ὁμὰς συντρόφων, Ἰλ. Γ. 32., Η. 115, κτλ.· ἔθνος λαῶν, πληθὺς ἀνθρώπων μεγάλη, Ἰλ. Ν. 495· καὶ ἐπὶ φυλῶν, Λυκίων μέγα ἔθ. Μ. 330· Ἀχαιῶν ἔθνος Ρ. 552· ἐν τῷ πληθ., ἔθνεα πεζῶν Λ 724. πρβλ. Β. 91· ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526· καὶ ἐπὶ ζῴων, ἔθνεα μυιάων, μελισσάων, ὀρνίθων, σμήνη, πλήθη, κτλ., Ἰλ. Β. 87, 459, 469· οὕτω καὶ ἔθνη θηρῶν Σοφ. Φ. 1147, Ἀντ. 344· ὁ Πίνδ. ἔχει ὡσαύτως ἔθνος μερόπων, ἀνέρων, γυναικῶν, γένος, οἰκογένεια, φυλή, Ο. 1. 106, Π. 4. 448· ἔθνος τόδε, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 366. 2) μεθ’ Ὅμηρον, ἔθνος, λαός, τὸ Μηδικὸν ἔθνος Ἡρόδ. 1. 101, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 43. 56, κτλ.· τὸ δὲ γένος εἶναι ὑποδιαίρεσις τοῦ ἔθνος, Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. γένος ΙΙΙ. 1. γ. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. τὰ ἔθνη, οἱ ἐθνικοί, ἤτοι πάντες πλὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Χριστιανῶν· πρβλ. βάρβαρος. 3) ἰδιαιτέρα τάξις ἀνθρώπων, φυλή, τὸ Θετταλῶν … πενεστικὸν ἔθνος Πλάτ. Νόμ. 776D· ἔθνος κηρυκικόν, ῥαψωδῶν ὁ αὐτ. Πολιτικ. 290C, Ξεν. Συμπ. 3. 6, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 455Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 347: - ὡσαύτως, τάξις ἀνθρώπων ἐν σχέσει πρὸς τὸν βαθμὸν ἢ τὴν κοινωνικὴν θέσιν, οὐ πρὸς τοῦτο βλέποντες …, ὅπως … ἕν τι ἔθνος ἔσται διαφερόντως εὔδαιμον Πλάτ. Πολ. 420D, πρβλ. 421C, 519Ε. 4) φῦλον, τὸ θῆλυ ἔθνος Ξεν. Οἰκ. 7. 26. 5) μέρος, ἀριθμός τις, Ἱππ. 408. 33· πρβλ. ὁμοεθνία. ΙΙ. ἐπὶ ἑνὸς καὶ μόνου προσώπου, γένος, ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα, Πινδ. Ν. 5. 80· πρβλ. γένος ΙΙ.
English (Autenrieth)
(ϝέθνος): company, band, host; of men, ἑτάρων, λᾶῶν, νεκρῶν, also of ‘swarms,’ ‘flocks,’ of bees, flies, birds, etc.
English (Slater)
ἔθνος (ἔθνος, -ει, -ος; ἔθνεα acc.) race, nation μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος (O. 1.66) κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον (O. 10.97) Λαμνιᾶν τ' ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (P. 4.252) τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες (τοὺς Ἀντηνορίδας: contra οἱ Κυρηναῖοι Σ) (P. 5.85) ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα (P. 10.28) μέρος ἕκαστον οἱον ἔχομεν βρότεον ἔθνος (N. 3.74) καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος (τοὺς Αἰακίδας) (N. 5.43) καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα (Heyne: οὕτω σθένος) codd.) (N. 11.42) πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα (I. 6.32) Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ (Pae. 6.64) ]εθνος αιδ[ Πα. 12c. 4. ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83.
English (Abbott-Smith)
ἔθνος, -ους, τό, [in LXX chiefly for עַם,גּוֹי;]
1.a multitude, a company, whether of beasts or men (Hom.).
2.a nation, people: Mt 21:43 24:7, Mk 13:8, Lk 22:25, Ac 10:35, al.; in sing., of the Jewish people, Lk 7:5 23:2, Jo 11:48, 50-53 18:35, Ac 10:22 24:3, 10 26:4 28:19.
3.In pl., as in OT, τὰ ἔθνος (like Heb. הַגּוֹיִם), the nations, as distinct from Israel,Gentiles: Mt 4:15 6:32, Ac 26:17, Ro 3:29 11:11 15:10, Ga 2:8, al.; of Gentile Christians, Ro 11:13 15:27 16:4, Ga 2:12, 14, Eph 3:1. SYN.: λαός (v. DCG, ii, 229; Cremer, 226).
English (Strong)
probably from ἔθω; a race (as of the same habit), i.e. a tribe; specially, a foreign (non-Jewish) one (usually, by implication, pagan): Gentile, heathen, nation, people.
English (Thayer)
ἔθνους, τό:
1. a multitude (whether of men or of beasts) associated or living together; a company, troop, swarm: ἔθνος ἑταίρων, ἔθνος Ἀχαιων, ἔθνος λαῶν, Homer, Iliad; ἔθνος μελισσαων, 2,87; μυιαων ἐθνεα, ibid. 469.
2. "a multitude of individuals of the same nature or genus (τό ἔθνος τό θῆλυ ἤ ἀρρεν, Xenophon, oec. 7,26): πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων, the human race, race, nation: ἔθνος ἐπί ἔθνος, οἱ ἄρχοντες, οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν, τά ἔθνη, like הַגויִם in the O. T., foreign nations not worshipping the true God, pagans, Gentiles, (cf. Trench, § xcviii.): Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν), R G; cf. G L T Tr WH marginal reading after G L T Tr WH): ὁ λαός (τοῦ Θεοῦ, Jews) καί τά ἔθνη, τά ἔθνη even of Gentile Christians: οἱ Ἰουδαῖοι, i. e. Jewish Christians), Winer's Grammar, § 59,4a.; Buttmann, 130 (114)).
Greek Monolingual
το (AM ἔθνος)
σύνολο ομόφυλων ανθρώπων («Μηδικὸν ἔθνος»)
νεοελλ.
σύνολο ανθρώπων που κατοικούν κατά κανόνα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, συναποτελούν μία ομοιογενή κοινότητα με κοινή καταγωγή, ιστορία, πολιτισμό, παράδοση και —κατά κανόνα— γλώσσα και συνιστούν αυτόνομη πολιτική οντότητα
αρχ.-μσν.
1. αλλόθρησκοι, εθνικοί, ειδωλολάτρες
2. επαρχία
αρχ.
1. σύνολο ανθρώπων που αποτελούν ένα όλο, ομάδα προσώπων
2. πλήθος ανθρώπων
3. (στον πληθ. με γεν. προσδ.) το σύνολο τών ανθρώπων, η ανθρωπότητα ή το σύνολο τών νεκρών («κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν», Οδ.)
4. φυλή
5. η χώρα όπου υπάρχει το ομόφυλο κράτος
6. κοινωνική τάξη
7. φύλο
8. μέρος ή μέλος του σώματος
9. (για ένα μόνο πρόσωπο) γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στη λ. έθνος απαντά θέμα εθ (< Fεθ-, με σίγηση του F), που ανάγεται σε ΙΕ ρ. swedh- «συνήθεια, έθιμο, κατοικία, άσυλο» (πρβλ. ε) + επίθημα -νος (πρβλ. σμήνος). Η λ. εμφανίζεται ως δάνειο της Ελληνικής και σε άλλες γλώσσες (πρβλ. κοπτ. hεθνος, αρμ. heťanos και με παρετυμολογία γερμ. Heide «εθνικός, μη χριστιανός»). Με το έθνος συνδέονται ετυμολογικός και τα έθνος, οθνείος «ξένος». Η αρχική σημασία της λ. οθνείος ήταν «ο ανήκων στο έθνος» (και όχι στο γένος), σήμαινε δηλ. συγχρόνως «τον ξένο στο γένος», «ξένο στην οικογένεια», απ' όπου κατέληξε στη σημασία του «ξένος». Ο πληθ. έθνη της λ. έθνος χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς για να δηλώσει τα μη ιουδαϊκά έθνη. Λέξεις με παρόμοια σημασία χρησιμοποιήθηκαν αργότερα με τον ίδιο τρόπο από άλλους λαούς
πρβλ. λατ. gentēs, γοτθ. oiudōs, αρχ. άνω γερμ. diota, εκκλ. σλαβ.języci. Η λ. Έλληνες απαντά στην Καινή Διαθήκη με τον ίδιο τρόπο όπως η λ. έθνη
και από τους χριστιανούς συγγραφείς οι Έλληνες αποκαλούνταν «εθνικοί».
ΠΑΡ. εθνικός
αρχ.
εθνηδόν, εθνίτηςνεοελλ. εθνάριο(-ν), εθνισμός, εθνότητα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. εθνοπάτωρ, εθνοπλήκτης
αρχ.-μσν.
εθνάρχης, εθνόμυθος
μσν.
εθνορύστις, εθνοσατράπης, εθνόφρων νεοελλ. εθναπόστολος, εθνικοφροσύνη, εθνικόφρων, εθνογράφος, εθνοκτόνος, εθνολόγος, εθνομάρτυρας, εθνοπρόβλητος, εθνόσημον, εθνοστρατιά, εθνοσυνέλευση, εθνοσωτήριος, εθνοφρουρά, εθνοφύλακας, εθνοψυχολογία, εθνωφελής κ.λπ. (Β' συνθετικό)
αλλοεθνής, ετεροεθνής, ομοεθνής, πολυεθνής, φιλοεθνής
αρχ.
πανταεθνής
νεοελλ.
διεθνής, τριεθνής].
Greek Monotonic
ἔθνος: -εος, τό (ἔθω),
1. αριθμός ανθρώπων που έχουν συνηθίσει να ζουν μαζί, ομάδα, σώμα ανθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἔθνος λαῶν, μεγάλο πλήθος ανθρώπων, στο ίδ.· λέγεται επίσης για κοπάδια ζώων, σμήνη, στο ίδ., σε Σοφ.
2. μετά τον Όμηρ., έθνος, λαός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στην Κ.Δ. τὰ ἔθνη, εθνικοί, ειδωλολάτρες, δηλ. όλοι εκτός των Ιουδαίων και των Χριστιανών.
3. ιδιαίτερη τάξη ανθρώπων, κάστα, κοινωνική τάξη, φυλή, σε Πλάτ., Ξεν.
4. φύλο, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: group, heap, swarm (of people, animals; Hom., Pi.), class, people (Hdt.), foreign people (Arist.), τὰ ἔθνη the heathens (NT); on the meaning Chantr. BSL 43, 52ff.
Compounds: As 1. member in ἐθν-άρχης governor, prince (LXX, J., NT), as 2. member a. o. in ὁμο-εθνής belonging to the same people (Hdt.), ἀλλο-εθνής (hell.).
Derivatives: ἐθνικός belonging to a foreign people, national, traditional, heathen (hell.), cf. γενικός to γένος; ἐθνίτης belonging to the same people (Eust., Suid.), ἐθνισταί οἱ ἐκ τοῦ αὑτοῦ ἔθνους H.; cf. Redard Les noms grecs en -της 22; ἐθνυμών meaning? (Hdn. Gr.; after δαιτυμών?); ἐθνηδόν adv. per people (LXX).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. If -νος is a suffix (ἔρ-νος, σμῆ-νος; Chantr. Form. 420, Schwyzer 512) one may compare ἔθος (s. v.), perhaps from *su̯edh-nos, which like Goth. sibja Sippe, the peoples name Suēbī a. o. (IE *s(u̯)ēbh- Pok. 883) goes back on the reflexive *s(u̯)e (s. ἕ, ἑ). Other hypotheses by Fick (s. Bq), Fay (s. Kretschmer Glotta 1, 378), Bonfante (s. Schwyzer 512 n. 6). - One connected also ὀθνεῖος (Demokr., Pl.) as belonging to the ἔθνος (Fraenkel Gnomon 22, 238); in this case hardly from *su̯e-. The word could be of foreign origin. - From ἔθνος (spoken ἕθνος) Kopt. hεθνος, Arm. hetanos, and also Goth. haiÞno heathen (from where the other Germ. words).
Middle Liddell
ἔθνος, εος, [ἔθω]
1. a number of people accustomed to live together, a company, body of men, Il., etc.; ἔθνος λαῶν a host of men, Il.; also of animals, swarms, flocks, Il., Soph.
2. after Hom., a nation, people, Hdt., etc.:—in NTest. τὰ ἔθνη the nations, Gentiles, i. e. all but Jews and Christians.
3. a special class of men, a caste, tribe, Plat., Xen.
4. sex, Xen.
Frisk Etymology German
ἔθνος: {éthnos}
Grammar: n.
Meaning: Schar, Haufe, Schwarm (von Menschen und Tieren; Hom., Pi., A.), Klasse, Volk (Hdt., A. usw.), fremdes Volk (Arist. usw.), τὰ ἔθνη die Heiden (NT); zur Bed. Chantraine BSL 43, 52ff.
Composita: Als Vorderglied in ἐθνάρχης Statthalter, Fürst (LXX, J., NT usw.), als Hinterglied u. a. in ὁμοεθνής demselben Volke gehörig (Hdt. usw.), ἀλλοεθνής einem fremden Volke gehörig (hell. u. sp.).
Derivative: Spärliche Ableitungen: ἐθνικός ‘zum (fremden) Volke gehörig, national, volkstümlich, heidnisch’ (hell. u. sp.), vgl. γενικός zu γένος; ἐθνίτης ‘zum (selben) Volke gehörig’ (Eust., Suid.), ἐθνισταί· οἱ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους H.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 22; ἐθνυμών Bed.? (Hdn. Gr.; nach δαιτυμών?); ἐθνηδόν Adv. volksweise (LXX).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Bei Abtrennung von -νος als Suffix (ἔρνος, σμῆνος usw.; Chantraine Formation 420, Schwyzer 512) ergibt sich unter Vergleich mit ἔθος (s. d.) ein urspr. *su̯edh-nos, das wie got. sibja ‘Sippe’, der Volksname Suēbī u. a. (idg. *s(u̯)ē̆bh-; WP. 2, 456) letzten Endes auf das Reflexivum *s(u̯)e (s. ἕ, ἑ) zurückgehen könnte (Persson IF 2, 201 A. 1). Andere, mehr oder weniger unwahrscheinliche Hypothesen von Fick (s. Bq), von Fay (s. Kretschmer Glotta 1, 378), von Bonfante (s. Schwyzer 512 A. 6). — Mit ἔθνος ist auch ὀθνεῖος (Demokr., Pl., E. usw.) als [[dem ἔθνος gehörig]] = ‘(dem γένος) fremd’ verknüpft worden (Fraenkel Gnomon 22, 238 m. Lit.). Der ο-Vokal muß dann entweder aus einem mask. *ὄθνος oder besser aus einer analogischen Übertragung (vom Oppositum οἰκεῖος?; vgl. Chantraine Formation 53) stammen. — Aus ἔθνος (gespr. ἕθνος, s. Schulze unten) stammen kopt. hεθνος, arm. het‘anos, vielleicht auch, mit volksetymologischem Anschluß an das germ. Wort für Heide, got. haiþno Heidin (woraus weiterhin die übrigen germ. Wörter). So namentlich Schulze BerlAkSb. 1905, 746ff. (= Kl. Schr. 517ff.). Reiche Lit. über die vieldiskutierten germ. Wörter bei Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. haiþno.
Page 1,448-449
Chinese
原文音譯:œqnoj 誒特挪士
詞類次數:名詞(164)
原文字根:民族 相當於: (גֹּוי / גֹּויִם) (עַם)
字義溯源:種族,外邦人*,百姓,列國,邦國,國民,國人,國家,國度,民族,萬民,國,民,異教徒;或源自(ἔθω / εἴωθα)=通常*)。這字含意很廣,既是國家,邦國( 路21:25),又是人民,民族( 徒13:19);有時指列國( 啓2:26),有時指萬民( 啓22:2);對神子民就稱為聖潔的國度( 彼前2:9),對不信的人就稱外邦人( 可10:33)
同源字:1) (ἐθνάρχης)地區統治者 2) (ἐθνικός)外邦人 3) (ἐθνικῶς)似外邦人的 4) (ἔθνος)種族,外邦人參讀 (γλῶσσα)同義字
出現次數:總共(163);太(15);可(6);路(13);約(5);徒(43);羅(29);林前(4);林後(1);加(10);弗(5);西(1);帖前(2);提前(2);提後(1);彼前(3);啓(23)
譯字彙編:
1) 外邦人(78) 太4:15; 太6:32; 太10:18; 太12:21; 太20:19; 太20:25; 太24:14; 太25:32; 可10:33; 可10:42; 路12:30; 路18:32; 路21:24; 路22:25; 徒4:27; 徒7:45; 徒9:15; 徒10:45; 徒11:1; 徒11:18; 徒13:46; 徒13:48; 徒14:2; 徒14:5; 徒14:27; 徒15:3; 徒15:7; 徒15:12; 徒15:14; 徒15:17; 徒15:19; 徒18:6; 徒21:11; 徒21:19; 徒21:25; 徒22:21; 徒26:17; 徒26:20; 徒26:23; 徒28:28; 羅1:13; 羅2:14; 羅2:24; 羅9:24; 羅9:30; 羅11:11; 羅11:13; 羅11:25; 羅15:9; 羅15:10; 羅15:12; 羅15:16; 羅15:16; 羅15:18; 羅15:27; 林前5:1; 林前10:20; 林前12:2; 加1:16; 加2:2; 加2:8; 加2:9; 加2:12; 加2:14; 加3:8; 加3:14; 弗2:11; 弗3:1; 弗3:6; 弗3:8; 弗4:17; 西1:27; 帖前2:16; 帖前4:5; 提後4:17; 彼前2:12; 彼前4:3; 啓11:2;
2) 國(28) 可11:17; 路21:24; 約11:50; 徒2:5; 徒7:7; 徒10:22; 徒10:35; 徒14:16; 徒24:10; 徒24:17; 羅1:5; 羅4:18; 羅16:26; 加3:8; 啓5:9; 啓7:9; 啓11:9; 啓12:5; 啓13:7; 啓14:6; 啓14:8; 啓16:19; 啓18:3; 啓18:23; 啓19:15; 啓20:3; 啓21:24; 啓21:26;
3) 民(10) 太24:7; 太24:7; 太24:9; 太28:19; 可13:8; 可13:8; 可13:10; 路21:10; 路21:10; 啓15:4;
4) 外邦人的(10) 太10:5; 路2:32; 路21:24; 徒13:47; 羅3:29; 羅3:29; 羅11:13; 林後11:26; 加2:15; 提前2:7;
5) 外邦(7) 太12:18; 徒4:25; 徒21:21; 羅15:9; 羅15:12; 羅16:4; 提前3:16;
6) 百姓(4) 太21:43; 路7:5; 約11:48; 徒8:9;
7) 列國(3) 啓2:26; 啓11:18; 啓20:8;
8) 國人(2) 約18:35; 徒26:4;
9) 多國(2) 啓10:11; 啓17:15;
10) 邦(2) 路24:47; 羅15:11;
11) 一國(2) 約11:51; 約11:52;
12) 國民(2) 路23:2; 羅10:19;
13) 在外邦人(1) 林前1:23;
14) 國度(1) 彼前2:9;
15) 萬民(1) 啓22:2;
16) 諸民(1) 啓15:3;
17) 為外邦人的(1) 羅11:12;
18) 外邦的(1) 徒15:23;
19) 民族(1) 徒13:19;
20) 邦國(1) 路21:25;
21) 族(1) 徒17:26;
22) 國家(1) 徒24:3;
23) 國的(1) 羅4:17;
24) 本國人(1) 徒28:19;
25) 國民的(1) 羅10:19
English (Woodhouse)
class, kind, nation, race, tribe, foreign nation, social division
Lexicon Thucydideum
gens, clan, house, 1.3.2, 1.24.1. 1.122.2, 2.9.4. 2.62.2, 2.68.9, 2.96.3, 2.97.6, 2.99.2. 2.99.6. 3.92.5, 3.94.4. 4.61.3. 4.109.4, 5.51.2, [vulgo commonly ταύτῃ] 6.2.1. 6.6.1, 6.67.3. 7.33.4. 7.56.4. 7.57.11. 7.58.3.
Translations
nation
Adyghe: цӏыфы лъэпкъ; Afrikaans: nasie, volk; Albanian: komb; Amharic: ብሔር; Arabic: أُمَّة, قَوْم; Aramaic Classical Syriac: ܐܘܡܬܐ; Jewish Babylonian Aramaic: אוּמְּתָא; Armenian: ազգ, ժողովուրդ; Azerbaijani: millət; Bashkir: милләт; Belarusian: нацыя, народ; Bengali: কওম, মিল্লত, উম্মত; Breton: broad; Bulgarian: нация, народ; Burmese: လူမျိုးသည်, လူမျိုး, ပြည်သူပြည်သား; Catalan: nació; Cherokee: ᎠᏰᎵᎯ, ᎠᏰᎵᎤᏙᏢᏒ; Chichewa: fuko; Chinese Mandarin: 人民, 國民, 国民; Chukchi: варат; Czech: národ; Danish: nation; Dutch: natie, volk; Esperanto: nacio; Estonian: natsioon, rahvus; Faroese: tjóð; Finnish: kansa; French: nation; Galician: nación; Georgian: ერი, ნაცია, ხალხი; German: Volk, Nation; Gothic: 𐍂𐌴𐌹𐌺𐌹; Greek: έθνος; Ancient Greek: ἔθνος; Haitian Creole: nasyon; Hawaiian: lāhui; Hebrew: אומה \ אֻמָּה; Hindi: समाज, क़ौम, मिल्लत; Hungarian: nemzet; Icelandic: þjóð; Ido: naciono; Indonesian: bangsa; Interlingua: nation; Irish: náisiún; Italian: nazione; Japanese: 国民; Javanese: bangsa; Kazakh: ұлт, ұлыс; Khmer: រាស្ត្រ, ប្រជាជន, ពលរដ្ឋ, ប្រជាជាតិ, រដ្ឋ, ជាតិ, ប្រជា; Korean: 국민(國民); Kurdish Central Kurdish: نیشتیمان, نەتەوھ; Kyrgyz: улут, журт; Lao: ປະຊາຊົນ; Latgalian: tauta; Latin: gens; Latvian: nācija, tauta; Lithuanian: nacija, tauta, tautybė; Low German: Volk, Natschoon; Lutshootseed: swatixʷtəd; Macedonian: нација, народ; Malay: bangsa; Malayalam: രാജ്യം; Manchu: ᡠᡵᠰᡝ; Manx: ashoon; Maori: iwi; Middle English: nacioun; Mongolian Cyrillic: үндэстэн; Ngazidja Comorian: twaifa; Norman: nâtion; Norwegian Bokmål: nasjon; Nynorsk: nasjon; Occitan: nacion; Old Church Slavonic Cyrillic: народъ; Old East Slavic: народъ; Old English: þēod; Pali: raṭṭha; Pashto: ملت, ولس; Persian: ملت; Plautdietsch: Volkj; Polish: naród, nacja; Portuguese: nação; Romanian: națiune; Russian: нация, народ; Sanskrit: राष्ट्र; Scots: thede; Scottish Gaelic: nàisean; Serbo-Croatian Cyrillic: народ, на̑ција; Roman: národ, nȃcija; Slovak: národ; Slovene: narod; Somali: qaran, ummad; Sotho: setjhaba, sechaba; Spanish: nación; Swahili: taifa; Swedish: nation; Tagalog: lipunan; Tajik: миллат; Tamil: நாடு, நாடு; Tatar: милләт; Telugu: జాతి; Thai: ประชาชน; Turkish: millet, ulus; Turkmen: millet, ýurt; Ukrainian: нація, народ; Urdu: قوم; Uyghur: مىللەت; Uzbek: millat, ulus; Vietnamese: dân tộc; Welsh: cenedl; Yiddish: פֿאָלק
colony
Afrikaans: kolonie; Albanian: koloni; Arabic: مُسْتَعْمَرَة, مُسْتَمْلَكَة; Armenian: գաղութ; Azerbaijani: müstəmləkə; Belarusian: калонія, калёнія; Bengali: উপনিবেশ; Bulgarian: колония; Burmese: ကိုလိုနီ; Catalan: colònia; Chinese Mandarin: 殖民地; Czech: kolonie; Danish: koloni; Dutch: kolonie; Esperanto: kolonio; Estonian: koloonia; Finnish: siirtomaa; French: colonie; Galician: colonia; Georgian: კოლონია; German: Kolonie, Pflanzung, Pflanzstadt; Greek: αποικία; Ancient Greek: ἀποικία, ἀποικίη, ἀποικίς, ἄποικος, ἄποικος πόλις, ἐπιϝοικία, ἐποικία, κατοικία, κληρουχία, κολωνεία, κολωνία, κτίσμα, πόλις ἄποικος; Hebrew: מוֹשָׁבָה, קוֹלוֹנְיָה; Hindi: कॉलोनी, उपनिवेश; Hungarian: gyarmat; Icelandic: nýlenda; Indonesian: koloni; Italian: colonia; Japanese: コロニー, 植民地; Kazakh: отарлау саясаты, отар, отаршы; Khmer: អាណានិគម; Korean: 식민지(植民地), 콜로니; Kurdish Northern Kurdish: mêtingeh, kolonî; Kyrgyz: колония; Lao: ຫົວເມືອງຂຶ້ນ; Latin: colonia; Latvian: kolonija; Lithuanian: kolonija; Macedonian: колонија; Malay: jajahan, koloni; Maori: koroni; Mongolian Cyrillic: колони; Moore: tẽn-yãmbga; Norwegian Bokmål: koloni; Nynorsk: koloni; Pashto: مستعمره; Persian: مستعمره, مستملکه; Polish: kolonia; Portuguese: colônia; Quechua: mitma; Romanian: colonie; Russian: колония, поселение; Scottish Gaelic: tuineachas; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̀ло̄нија; Roman: kòlōnija; Slovak: kolónia; Slovene: kolonija; Spanish: colonia; Swedish: koloni; Tagalog: sakupbayan, kolonya; Tajik: мустамлика, мустамлака; Tatar: колония; Telugu: వలసదేశము; Thai: อาณานิคม, ประเทศราช, เมืองขึ้น; Turkish: koloni, sömürge, müstemleke; Turkmen: koloniýa; Ukrainian: колонія; Uyghur: مۇستەملىكە, كولونىيە; Uzbek: mustamlaka, koloniya; Vietnamese: thuộc địa; Welsh: trefedigaeth, gwladfa; Yiddish: קאָלאָניע