φλεγματοειδής

Revision as of 21:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές, (

   A φλέγμα 11.1) pituitous, Hp.Mul.1.30.

German (Pape)

[Seite 1291] ές, 1) entzündet, entzündend, aufschwellend, blähend, auch nährend, von Speisen, Hippocr. – 2) schleimig, voll Schleim, od. Schleim erzeugend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγμᾰτοειδής: -ές, (φλέγμα ΙΙ. 1) φλεγματώδης, Ἱππ. ἐν σελ. 602. 3.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
φλεγματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, -ατός + -ειδής].