φόρησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A wearing, τῶν πιλωτῶν D.H.2.64; ἱματίου Aeschin.Socr. 41. II = φορά A. 11, being borne, D.H.2.49.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, das Tragen, Sp., wie D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
φόρησις: -εως, ἡ, τὸ φορεῖν, τῶν πιλωτῶν Διον. Ἁλ. 2. 64· ἱματίου Ἀθήν. 220Α· ― φόρεσις παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφάν. Ὄρν. 156. ΙΙ. = φορὰ ΙΙ, τὸ φέρεσθαι, Διον. Ἁλ. 2. 49.