χλεύασμα

Revision as of 21:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mockery, LXX Jb.12.4, Sch.B Il.14.459.

German (Pape)

[Seite 1358] τό, Spott, schnöde Behandlung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χλεύασμα: τό, ἐμπαιγμός, περίγελως, ἡ μετὰ καταγέλωτος γινομένη ὕβρις (Σουΐδ.), Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 459, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΒ΄, 4).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ χλευάζω
χλευασμός.