aor. 2 opt. of ἵημι: but εἴην, pres. opt. of εἰμί (
A sum).
opt. ao.2 de ἵημι.
εἵην: ευκτ. αορ. βʹ του ἵημι.
εἵην: aor. 2 opt. к ἵημι.