εὐθυγραμμικός

Revision as of 10:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A rectilinear, ἀριθμός Iamb. in Nic.p.56P. Adv. -κῶς, στίχος εὐ. ἐκκείμενος ib.p.96 P.

German (Pape)

[Seite 1070] ή, όν, die geradlinigen Figuren betreffend, Iambl.

Greek Monolingual

εὐθυγραμμικός, -ή, -όν (Α) ευθύγραμμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ευθύγραμμο σχήμα, ο ευθύγραμμος.