εὐθυγραμμικός
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
εὐθυγραμμική, εὐθυγραμμικόν, rectilinear, ἀριθμός Iamb. in Nic.p.56P. Adv. εὐθυγραμμικῶς, στίχος εὐθυγραμμικῶς ἐκκείμενος ib.p.96 P.
German (Pape)
[Seite 1070] ή, όν, die geradlinigen Figuren betreffend, Iambl.
Greek Monolingual
εὐθυγραμμικός, -ή, -όν (Α) ευθύγραμμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ευθύγραμμο σχήμα, ο ευθύγραμμος.