ἀδιαβεβαίωτος
English (LSJ)
ον,
A unconfirmed, Ptol.Geog.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαβεβαίωτος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν ὑπάρχει βεβαιότης, Πτολεμ. Γεωργ. 2. 1.
Spanish (DGE)
-ον no confirmado Ptol.Geog.2.1.2.
ον,
A unconfirmed, Ptol.Geog.2.1.
ἀδιαβεβαίωτος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν ὑπάρχει βεβαιότης, Πτολεμ. Γεωργ. 2. 1.
-ον no confirmado Ptol.Geog.2.1.2.