ἀκρόβυστος

Revision as of 11:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A uncircumcised, Aq.Ex. 6.12, etc.

German (Pape)

[Seite 83] (an der Spitze bedeckt), unbeschnitten, LXX.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incirconcis.
Étymologie: déform. de ἀκροποσθία.

Spanish (DGE)

-ον
1 no circuncidado e.d. gentil Ign.Phil.6.1.
2 en situación de dificultad ἀ. χείλεσι que no puede hablar Aq.Ex.6.12.

Greek Monolingual

ἀκρόβυστος, -ον (Α)
αυτός που δεν υπέστη περιτομή, αυτός που έχει ακροβυστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροβυστία, υποχωρητικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροβυστῶ].