ἀκρόβυστος
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
English (LSJ)
ἀκρόβυστον, uncircumcised, Aq.Ex. 6.12, etc.
Spanish (DGE)
-ον
1 no circuncidado e.d. gentil Ign.Phil.6.1.
2 en situación de dificultad ἀ. χείλεσι que no puede hablar Aq.Ex.6.12.
German (Pape)
[Seite 83] (an der Spitze bedeckt), unbeschnitten, LXX.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incirconcis.
Étymologie: déform. de ἀκροποσθία.
Greek Monolingual
ἀκρόβυστος, -ον (Α)
αυτός που δεν υπέστη περιτομή, αυτός που έχει ακροβυστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροβυστία, υποχωρητικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροβυστῶ].