ἀναλογάδην
English (LSJ)
Adv., (ἀνάλογος)
A proportionately, Hsch.
German (Pape)
[Seite 196] verhältnißmäßig, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογάδην: (ἀνάλογος) ἐπίρρ. «κατ’ ἀναλογίαν» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
adv. proporcionalmente Hsch.
Adv., (ἀνάλογος)
A proportionately, Hsch.
[Seite 196] verhältnißmäßig, VLL.
ἀναλογάδην: (ἀνάλογος) ἐπίρρ. «κατ’ ἀναλογίαν» Ἡσύχ.
adv. proporcionalmente Hsch.