ἀνάλογος

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλογος Medium diacritics: ἀνάλογος Low diacritics: ανάλογος Capitals: ΑΝΑΛΟΓΟΣ
Transliteration A: análogos Transliteration B: analogos Transliteration C: analogos Beta Code: a)na/logos

English (LSJ)

ἀνάλογον,
A according to a due λόγος, proportionate, conformable, Pl.Ti.69b, cf. Ti.Locr.103d; but ἐὰν τέσσαρα ἀνάλογα ᾖ in arithmetical progression, Ascl.Tact.3.1: neut. ἀνάλογον freq. in Arist. in adverbial sense, in proportion, EN1158a35, etc.; freq. as adjective, τὸ ἀνάλογον λέγω, ὅταν.. Po.1457b16; παρὰ τὸ ἀ. EN1131b11, al., etc.; but ἐκ τοῦ ἀνάλογον Rh.1399a33, 1405a11, al.; μεταφοραὶ αἱ ἀνάλογον (sc. οὖσαι) ib.1408a8; τὰ τούτοις ἀνάλογον HA487a5, etc.; ἀ. οἰκοδόμοι (as a predicate) EN1103b9, cf. Rh.1364b11, al.:—so that it is plain that ἀνάλογον is merely equiv. to ἀνὰ λόγον, as it is written in Pl.Ti.37a; cf. λόγος:—the regul. Adv. ἀναλόγως Hp.Ep.27, LXX Wi.13.5, S.E.P.1.88, Alex.Aphr.in Metaph.156.5.
II well-proportioned, suitable, σχῆμα Philostr.Im.1.10 (Sup.).
III equivalent to, resembling, λυπηρὸν ἢ ἀ. λυπηρῷ Phld.Ir.p.76W., cf. Sign. 2,37.

Spanish (DGE)

-ον
I c. idea de proporción proporcional ἀνάλογα καὶ σύμμετρα Pl.Ti.69b, ἀνάλογον καὶ τὴν ἔκτισιν ἐνομοθέτησε Ph.2.337
mat. proporcional, que está en proporción matemática esp. en neutr. ἀνάλογον como pred. nominal περὶ γὰρ τὴν αὐτὴν γωνίαν τὴν Π ἀνάλογον αἵ τε τοῦ ΗΠΠ τριγώνου καὶ τοῦ ΚΡΠ Arist.Mete.376a30, cf. Archim.Aequil.1.12, τὰ δὲ τὸν αὐτὸν ἔχοντα λόγον μεγέθη ἀνάλογον καλείσθω Euc.5Def.6, cf. 7Def.21
gram. μεταφοραὶ αἱ ἀνάλογον metáforas proporcionales de metáforas que aluden a relaciones entre pares, Arist.Rh.1407a16, cf. 1405a11, 1408a8, τὸ ἀνάλογον λέγω ὅταν ... me refiero a la metáfora proporcional cuando ... Arist.Po.1457b16, cf. Varro LL 10.37, 39
subst. τὸ ἀνάλογον = lo proporcionado, proporción κατὰ τὸ ἀνάλογον POxy.370 (I a.C.), τοῦ φόρου PAmh.86.14 (I a.C.), τὸ παρὰ τὸ ἀνάλογον lo que no tiene proporción Arist.EN 1131b11, cf. Rh.1399a35.
II c. idea de paralelismo
1 correspondiente gener. c. dat. ὃν (τὸν ἥλιον) τἀγαθὸν ἐγέννησεν ἀνάλογον ἑαυτῷ Pl.R.508b, δεῖ δὲ καὶ τὰν ψυχὰν ῥυθμίζεσθαι ποτὶ τὰς ἀναλόγως ἀρετάς Ti.Locr.103d
semejante, análogo λυπηρὸν ... ἢ ἀ. λυπηρῷ Phld.Ir.p.76, cf. Sign.2.16, 37.15, D.C.Epit.8.13.2
neutr. como adv. τὰ τούτοις ἀνάλογον las cosas semejantes a éstas Arist.HA 487a5, ἀνάλογον δὲ καὶ οἱ οἰκοδόμοι e igual los arquitectos Arist.EN 1103b9.
2 apropiado σχῆμα ... ἀναλογώτατον Philostr.Im.1.10.
III adv. ἀναλόγως = de forma semejante τοῖς δ' ἐκεῖ ἐπαμύνας ἀναλόγως Hp.Ep.27 (p.420), cf. S.E.P.1.88, Ph.2.307
c. cierta idea fil. de forma analógica LXX Sap.13.5.

German (Pape)

[Seite 196] dem λόγος entsprechend, verhältnißmäßig, übereinstimmend, ἀνάλογα καὶ σύμμετρα Plat. Tim. 69 b; vgl. Phaed. 110 d, wo neben ἀνάλογον (Bekk. ἀνὰ λόγον) ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον steht. Bes. von Arist. an häufiger τὸ ἀν. = ἀναλογία, Anal. post. 1, 5; adv. ἀναλόγως, Luc. τῆς ἀποδόσεως, im Verhältniß mit, Philopat. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
proportionnel, qui est en rapport avec, analogue : τινι ou πρός τι en rapport avec qch ; adv. • ἐκ τοῦ ἀναλόγου (= ἀνὰ λόγον) ARSTT par analogie ; οἱ, αἱ, τὰ ἀνάλογον ARSTT les personnes ou les choses analogues.
Étymologie: ἀνά, λόγος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάλογος: соразмерный, соответственный, пропорциональный, тж. аналогичный (τινι Arst., Diod. и πρός τι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλογος: -ον, ὁ σύμφωνος πρὸς τὸν προσήκοντα λόγον, ὅμοιος, ἀνάλογος, σύμμετρος, σύμφωνος, Πλάτ. Τίμ. 69Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 103D: τὸ οὐδ. ἀνάλογον συχνάκις ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστ. ἐπὶ ἐπιρρηματικῆς σημασίας, ἀναλόγως, κατ’ ἀναλογίαν, Ἠθ. Ν. 3. 8, 3, κτλ.: - συχνάκις ὅμως δύναται νὰ εἶναι καὶ ἐπίθ., τὸ ἀνάλογον λέγω, ὅταν .. Ποιητ. 21. 11· παρὰ τὸν ἀν. Ἠθ. Ν. 5. 3, 12 καὶ ἀλλ.· ἀλλὰ πολλάκις ἀδύνατον νὰ ἐκληφθῇ οὕτως· ὡς, ἐκ τοῦ ἀνάλογον Ρητ. 2. 23, 17., 3. 2, 9 καὶ ἀλλ.· μεταφοραὶ αἱ ἀνάλογον (δηλ. οὖσαι) αὐτόθι 3. 6, 7· τὰ τούτοις ἀνάλογον Ἱστ. Ζ. 1. 1, 11, κτλ.· ἀνάλογον οἱ οἰκοδόμοι (ὡς κατηγ.) Ἠθ. Ν. 2. 1, 6, πρβλ. Ρητ. 1. 7, 20, καὶ ἀλλ.· - ὥστε εἶναι φανερὸν ὅτι τὸ ἀνάλογον εἶναι ἁπλῶς ἰσοδύναμον τῷ ἀνὰ λόγον, ὡς ὑπάρχει γεγραμμένον ἐν Πλάτ. Τιμ. 37Α· πρβλ. λόγος Β. ΙΙΙ: - τὸ κανονικὸν ἐπίρρ. ἀναλόγως παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. 1. 88, καὶ ἄλλοις· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «ἀναλόγως, ἴσως».

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάλογος, -ον)
1. ο σύμφωνος με τον προσήκοντα λόγο, αυτός που έχει ομοιότητα, αντιστοιχία, συμμετρία με κάποιον, αντίστοιχος, σύμμετρος
2. σχεδόν όμοιος, ισοδύναμος, αντάξιος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ανάλογο
το μερίδιο (λογαριασμού, κληρονομιάς κ.λπ.) που αναλογεί στον καθένα, μερτικό
(το ουδ. ως επίρρ.) ανάλογον
αναλογικά, κατ' αναλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λόγος.
ΠΑΡ. αναλογία, αναλογιστικός, αναλογώ
νεοελλ.
αναλογίζω].

Greek Monotonic

ἀνάλογος: -ον, ανάλογος, σύμμετρος, σύμφωνος, σε Πλάτ.· ουδ. ως επίρρ., σε αναλογία, σε συσχέτιση, αναλογικά, σε Αριστ.

Middle Liddell

proportionate, Plat.: neut. as adv. in proportion, analogously, Arist.