aor. 1 part. -τρήσας,
A perforate, Hp.Steril.222.
• Morfología: [aor. ἀποτρήσας]perforar σικυώνης ... τὸν πυθμένα Hp.Steril.222.
ἀποτετραίνω (Α) τετραίνωδιατρυπώ, διαπερνώ.