ἀρρήδην
English (LSJ)
Adv.
A negatively, οὐ κατατιθέμενος τῇ ῥήσει, Hsch., cf. Poll.2.129.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρήδην: ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, «οὐ κατατιθέμενος (ἴσως οὐ συγκατατιθέμενος) τῇ ῥήσει» Ἡσύχ.· ὁ Πολυδ. Β΄, 129, ἀναφέρει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ διαρρήδην, «ἀρρήδην, διαρρήδην».
Spanish (DGE)
adv. negativamente Poll.2.129, Hsch.