διαρρήδην

English (LSJ)

Adv., (διαρρηθῆναι) expressly, explicitly, h.Merc.313, Plb.3.26.5; especially of legal enactments or treaties, διαρρήδην γέγραπται Foed. ap.And.2.14; διαρρήδην εἴρηται μή… Lys.1.20; ὁ νόμος διαρρήδην λέγει Is.3.68; διαρρήδην ψηφίσασθαι D.19.6; διαρρήδην πέμπειν Pl.Lg.698c; νομοθετεῖν ib.876c.

Spanish (DGE)

adv.
1 de forma explícita, en términos precisos c. verb. de lengua claramente ἐρέεινον h.Merc.313, ἐρῶ Men.Epit.609, λέγει Plb.3.26.5, cf. D.S.4.51, I.BI 1.211, Πλάτωνος ... δ. ὡς ἀπαιδεύτοις μαχομένου τοῖς φιλοσόφοις mientras que Platón polemiza con los filósofos explícitamente como ignorantes Phld.Mus.4.26.25, ὑπισχνεῖτο δ. καὶ σαφῶς Luc.Hist.Cons.14, προσαγορεύω Gr.Thaum.Eccl.M.10.1017B, συκοφαντεῖ CPR 17A.24.7 (IV d.C.), cf. Hsch.
en cont. jur. νομοθετεῖν Pl.Lg.876c, cf. Lys.1.30, ὁ ... νόμος δ. λέγει Is.3.68, μαρτυροῦντας Aeschin.1.98, cf. D.H.5.19, D.C.39.17.1
en tratados γράψαντες Isoc.12.107, And.3.14, en doc. ofic. ἐγέγραπτο Hyp.Ath.10, cf. Din.2.25, IG 22.1013.32 (II a.C.), αἱ θ[εῖαι καὶ βασιλικαὶ] διατάξεις δ. κελεύουσιν μὴ ... SB 10797.4 (III d.C.).
2 expresamente, a propósito c. verb. de acción y movimiento στόλον ... πέμψαντος Δαρείου δ. ἐπί τε Ἀθηναίους καὶ Ἐρετριᾶς Pl.Lg.698c, δ. ἐψηφίσασθε ποιῆσαι D.19.6, συντίθεσθαι Hld.1.26.1.

French (Bailly abrégé)

adv.
en termes précis.
Étymologie: διά, th. Ϝρη- de ῥῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρρήδην [διά, ῥῆμα] adv., uitdrukkelijk, expliciet.

German (Pape)

ausgesprochen, ausdrücklich, Hom. h.Merc. 313; oft bei den Rednern, γέγραπται, Andocid. 3.14; εἴρηται, Lyc. 1.30; λέγει ὁ νόμος, Isae. 3.68; οὐκ ἐᾷ ὁ νόμος, Dem. 24.32; νομοθετεῖν, Plat. Legg. IX.876c; – Sp., z.B. Plut. adv. Stoic. 9.

Russian (Dvoretsky)

διαρρήδην: ῥῆμα adv. в точных выражениях, ясно, определенно (τὰ ἕκαστα ἐρέεινον - v.l. ἐρίδαινον HH; δ. λέγει ὁ νόμος Isae.; νομοθετεῖν Plat.): δ. εἴρηται Lys. ясно сказано (в законе).

Greek Monolingual

διαρρήδην) επίρρ.
ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα.

Greek Monotonic

διαρρήδην: επίρρ. (βλ. διεῖπον), ρητώς, σαφώς, ορισμένως, κατηγορηματικά, Λατ. nominatim, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρήδην: ἐπίρρ. (διαρρηθῆναι) ῥητῶς, σαφῶς, ὡρισμένως, Λατ. nominatim, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 313, καὶ παρ’ Ἀττ. πεζ.· ἰδίως ἐπὶ κελευσμάτων τοῦ νόμου, Ἀνδοκ. 25. 20, Λυσ. 94. 31, κτλ.· δ. ψηφίσασθαι Δημ. 342. 29.

Middle Liddell

adverb[v. διεῖπον
expressly, distinctly, explicitly, Lat. nominatim, Hhymn., Attic

Mantoulidis Etymological

(=ρητά καί κατηγορηματικά). Ἐπίρρημα ἀπό το διαρρηθῆναι → διά + ῥηθῆναι τοῦ λέγομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λέγω.

Translations

explicitly

Arabic: صَرَاحَةً‎; Belarusian: яўна; Catalan: explícitament; Chinese Mandarin: 明確地/明确地; Czech: výslovně, explicitně; Danish: eksplicit, tydeligt, klart, med rene ord; Dutch: uitdrukkelijk; Esperanto: eksplicite; Finnish: selvästi, eksplisiittisesti; French: explicitement; Galician: explicitamente; German: ausdrücklich; Greek: απερίφραστα, απεριφράστως, κατηγορηματικά, κατηγορηματικώς, ρητά, ρητώς; Ancient Greek: ἀναπεπταμένως, ἀνειλιγμένως, διαρρήδην, ἐπιρρήδην, ἐπιῤῥήδην, περιγεγραμμένως; Italian: esplicitamente; Japanese: 明確に, 明白に, 明らかに; Norwegian Bokmål: eksplisitt; Nynorsk: eksplisitt; Occitan: explicitament; Persian: صراحتاً‎, صریحاً‎, به‌صراحت‎; Polish: wyraźnie; Portuguese: explicitamente; Russian: явно; Scots: explicitly; Spanish: explícitamente, rotundamente; Swedish: uttryckligen; Ukrainian: явно