ἀφεδρεία
English (LSJ)
ἡ,
A menstruation, Dam. ap. Suid. s.v. διαγνώμων.
German (Pape)
[Seite 408] ἡ, = ἄφεδρος, Medic.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ menstruación Sud.s.u. y s.u. διαγνώμων.
ἡ,
A menstruation, Dam. ap. Suid. s.v. διαγνώμων.
[Seite 408] ἡ, = ἄφεδρος, Medic.
-ας, ἡ menstruación Sud.s.u. y s.u. διαγνώμων.