διαγνώμων

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγνώμων Medium diacritics: διαγνώμων Low diacritics: διαγνώμων Capitals: ΔΙΑΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: diagnṓmōn Transliteration B: diagnōmōn Transliteration C: diagnomon Beta Code: diagnw/mwn

English (LSJ)

διαγνώμον, gen. ονος, distinguishing, and so rewarding, ὁσίων Antipho 3.3.3.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 que distingue, que da pruebas de atención c. gen. ὁσίων δὲ διαγνώμονες Antipho 3.3.3.
2 subst. ὁ δ. árbitro κριτήν τε καὶ διαγνώμονα ποιεῖσθαι τὸν ἱερουργόν Cyr.Al.M.68.884A, γίνου δ. μοι Rom.Mel.49.ιθʹ.6, δοκιμασία τοῦ κοινοῦ διαγνώμονος PMich.659.56, cf. 81, 99 (VI d.C.), Cod.Iust.8.10.12.7a, Iust.Nou.125.1.

Greek (Liddell-Scott)

διαγνώμων: -ον, ὁ διακρίνων, ἑπομένως ἀμείβων, ὁσίων Ἀντιφῶν 122, 39. ΙΙ. ὡς Βυζ. δικανικὸς ὅρος =διαιτητής.

Greek Monolingual

διαγνώμων, -ον (AM)
αρχ.-μσν.
(ως δικαν. όρος) διαιτητής
αρχ.
αυτός που διακρίνει και αναλόγως ανταμείβει.

German (Pape)

ον, unterscheidend, ὁσίων Antiph. III γ 3.