διαγνώμων
From LSJ
English (LSJ)
διαγνώμον, gen. ονος, distinguishing, and so rewarding, ὁσίων Antipho 3.3.3.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 que distingue, que da pruebas de atención c. gen. ὁσίων δὲ διαγνώμονες Antipho 3.3.3.
2 subst. ὁ δ. árbitro κριτήν τε καὶ διαγνώμονα ποιεῖσθαι τὸν ἱερουργόν Cyr.Al.M.68.884A, γίνου δ. μοι Rom.Mel.49.ιθʹ.6, δοκιμασία τοῦ κοινοῦ διαγνώμονος PMich.659.56, cf. 81, 99 (VI d.C.), Cod.Iust.8.10.12.7a, Iust.Nou.125.1.
Greek (Liddell-Scott)
διαγνώμων: -ον, ὁ διακρίνων, ἑπομένως ἀμείβων, ὁσίων Ἀντιφῶν 122, 39. ΙΙ. ὡς Βυζ. δικανικὸς ὅρος =διαιτητής.
Greek Monolingual
διαγνώμων, -ον (AM)
αρχ.-μσν.
(ως δικαν. όρος) διαιτητής
αρχ.
αυτός που διακρίνει και αναλόγως ανταμείβει.
German (Pape)
ον, unterscheidend, ὁσίων Antiph. III γ 3.