ἀστυτίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A lettuce, used as an anti-aphrodisiac, Lycusap.Ath. 2.69e, Gp.12.13.2.
German (Pape)
[Seite 379] ἡ, fem. zu folgdm, w. m. s.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
n. dado a la lechuga por su poder anafrodisíaco, Lyco 2, Plin.HN 19.127, Gp.12.13.2.
Greek Monolingual
ἀστυτίς (-ίδος), η (Α) στύω
το μαρούλι, που το θεωρούσαν ως διουρητικό και αντιαφροδισιακό.