ἄκρουστος

Revision as of 13:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A impercussus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρουστος: ὁ μὴ κρουσθείς, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ον no golpeado, Gloss.2.224.

Greek Monolingual

-η, -ο κρουστός
αυτός που δεν κρούστηκε ή δεν είναι κρουστός
(κυρίως για υφάσματα) αυτός που δεν είναι πυκνοϋφασμένος.