ἐπικουφισμός

Revision as of 15:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A relief, IGRom.4.1523.9 (Sardes); τῆς ὀχλήσεως Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 952] ὁ, Erleichterung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικουφισμός: ὁ, ἀνακούφισις, Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.

Greek Monolingual

ἐπικουφισμός, ὁ (Α) επικουφίζω
1. ελάφρυνση, ανακούφιση
2. επιγρ. ανακούφιση από τη φτώχεια με υλική βοήθεια.