τά,
A part of a bridle or bit, IG22.1388.74, 1464.13.
ἐχήνια: τά, μέρος χαλινοῦ, ἴσως τοπικός τις τύπος τοῦ ἐχῖνος (V), Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23, ἴδε Böckh 1, σ. 237.
ἐχήνια, τὰ (Α)επιγρ. μέρος του χαλινού.[ΕΤΥΜΟΛ. < έχω + ηνία].