τό,
A offshoot of a vine, Gal.19.100.
ἐπόσχιον: τό, «κλῆμα, ἐξ οὗ πέφυκέ τι, ὥσπερ καὶ τῆς σικυώνης» Γαλην. Γλωσσ. 472.