ιος, ὁ, ἡ, Cret. ἐμμέτρ-ᾱνις,
A wroth, θεός SIG527.78 (iii B.C.), cf. GDI5041.18, etc.
[Seite 808] im Zorn, sehr zornig, Inscr.
ἔμμηνις: -ιος, ὁ, ἐκδικητής· Κρητικὸν ἔμμανις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 23.
ἔμμηνις και ἔμμανις, ο (Α)ο εκδικητής.