εκδικητής
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
και γδικιωτής, ο (θηλ. εκδικήτρα και εκδικήτρια, η) (AM ἐκδικητής)
1. αυτός που ανταποδίδει το κακό, ο τιμωρός («εκδικητής του φόνου του πατέρα του»)
2. υπερασπιστής, προστάτης («ἐκδικητής τών αδυνάτων»).