Adv.
A firmly, ἑ. καὶ βεβαίως Phld.Rh.1.70 S.
[Seite 1044] stehend, Eust., zur Erkl. von ἐπισταδόν.
ἑστηκότως (ΑΜ)επίρρ. σταθερά.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εστηκώς, -ότος του ρ. ίστημι].