ὑποψιαστικῶς

Revision as of 17:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A suspiciously, Zen.6.2, Sch.Ar.V.641.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποψιαστικῶς: Ἐπίρρ., ὑπόπτως, μεθ’ ὑποψίας, Παροιμιογρ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 641, Ζηνοβ. Παροιμ. 6, 2.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με υποψίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποψία, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. ὑποψιαστικός (< αμάρτυρο αρχ. ρ. ὑποψιάζομαι)].