ὑποψιαστικῶς

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποψιαστικῶς Medium diacritics: ὑποψιαστικῶς Low diacritics: υποψιαστικώς Capitals: ΥΠΟΨΙΑΣΤΙΚΩΣ
Transliteration A: hypopsiastikō̂s Transliteration B: hypopsiastikōs Transliteration C: ypopsiastikos Beta Code: u(poyiastikw=s

English (LSJ)

suspiciously, Zen.6.2, Sch.Ar.V.641.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποψιαστικῶς: Ἐπίρρ., ὑπόπτως, μεθ’ ὑποψίας, Παροιμιογρ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 641, Ζηνοβ. Παροιμ. 6, 2.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με υποψίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποψία, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. ὑποψιαστικός (< αμάρτυρο αρχ. ρ. ὑποψιάζομαι)].