Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Adv.
A howling, Nic.Al.222.
ὠρῡδόν: ἐπίρρ. μετὰ ὠρυγμῶν, ὡς λύκος ὠρυόμενος, Νικ. Ἀλεξιφ. 222.
Αεπίρρ. με ουρλιαχτά, σαν ωρυόμενος λύκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. ἀναφαν-δόν)].