α, ον,
A hilly, craggy, Lyc.994.
[Seite 541] felsig, ἄκρα Lycophr. 994.
δειραῖος: -α, -ον, ὀρεινός, βουνώδης, ἀπόκρημνος, Λυκόφρ. 994.
-α, -ον montañoso, escarpado, abrupto ἄκρα Lyc.994.
δειραῑος, -α, -ον (Α) δειράςαπόκρημνος, βραχώδης.