δυσειδής

Revision as of 18:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ές,

   A unshapely, ugly, Hdt.6.61, S.Fr.88.9, Pl. Sph.228a, Agatharch.74; of sounds, ἧττον δ. τοῦ ε τὸ ο D.H.Comp. 14.    II difficult to discern, τὸ δ. τῆς οὐσίας Procl.Theol.Plat.5.23.

German (Pape)

[Seite 678] ές, mißgestaltet, häßlich; σῶμα Soph. frg. 109; Her. 6, 61; Plat. Soph. 228 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσειδής: -ές, δύσμορφος, «ἄσχημος», Ἡρόδ. 6. 61, Σοφ. Ἀποσπ. 109. 9, Πλάτ. Σοφ. 228Α.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difforme.
Étymologie: δυσ-, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [formas sin contr. Hdt.6.61, Nonn.D.35.307]
1 de pers., anim. y personif. de aspecto desagradable, feo, deforme θυγάτηρ Hdt.l.c., σῶμα S.Fr.88.9, τὸ ... γένος Pl.Sph.228a, ἄνθρωπος Agatharch.74, cf. D.C.60.27.5, Eus.HE 5.1.35, Pall.V.Chrys.3.44, τὰ πρόσωπα (τῶν γυμναστῶν) Gal.1.32, del aspecto de Cristo, Cels.Phil.6.75, de Safo Fr.Biog.Pap. en POxy.1800.1.21, cf. Chrys.Virg.62.9, 63.4, Vid.1.373, εἴ τις ἀκτήμων ... καὶ δ. ... φαίνεται Clem.Al.QDS 33.5, cf. Lib.Decl.12.9, subst. ὁ δ. διάκρινον ... τὸν εὐπρεπῆ ἀπὸ τοῦ δυσειδοῦς Basil.M.32.1261B, de anim. οἱ κυνοκέφαλοι D.S.3.35, cf. Opp.C.2.608, Ἔχιδνα Nonn.D.18.275, ἵπποι Hippiatr.115.2, cf. Ach.Tat.2.15.3, Gr.Naz.M.36.57B, Ὄρφνη Nonn.D.29.19
de cosas informe τὸ ξύλον Thphr.HP 5.1.1
de abstr. o ref. a abstr., op. κάλλος Plot.2.4.16, εἴδη ... δυσειδῆ καὶ ἄμορφα Simp.in Cat.261.32, cf. Them.in Ph.39.2, τῆς αἰσχρᾶς καὶ δυσειδοῦς ... ὄψεως Chrys.Laed.6.26, cf. 9.16.
2 fig. de la enfermedad desagradable, horrible τὰ ἕλκεα Hp.Mul.1.9, δυσειδέα λύματα νούσου Nonn.D.35.307, c. inf. τοῦ σώματος τὸ πάθος ... δ. ὀφθῆναι D.Chr.16.1.

Greek Monolingual

δυσειδής, -ές (AM)
δύσμορφος, άσχημος («δυσειδές σῶμα)
αρχ.
1. (για ήχο) κακόηχος
2. δυσδιόρατος.

Greek Monotonic

δυσειδής: -ές (εἶδος), δύσμορφος, άσχημος, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσειδής: безобразный, некрасивый (σῶμα Soph., Plut., Diod.; τὸ παιδίον Her.; γένος Plat.).

Middle Liddell

δυσ-ειδής, ές εἶδος
unshapely, ugly, Hdt., Plat.