κακόηχος
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
German (Pape)
schlecht tönend, Suid.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακόηχος, -ον)
αυτός που ηχεί δυσάρεστα.
επίρρ...
κακοήχως και κακόηχα
με κακόηχο τρόπο, κακόφωνα, παράφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ηχος (< ἦχος), πρβλ. μεγαλόηχος, οξύηχος].
Translations
cacophonous
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk