θεοπροπία

Revision as of 18:58, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἡ,

   A prophecy, oracle, Il.1.87, Od.1.415, etc.

German (Pape)

[Seite 1197] ἡ, Ausspruch der Gottheit, Orakel, Prophezeiung, Ἑκάτοιο, Il. 1, 385. 16, 36 Od. 1, 415. 2, 201, sp. Ep.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπροπία: ἡ, προφητεία, χρησμός, Ἰλ. Α. 87, 385, Λ. 794, Π. 36, Ὀδ. Α. 415, Β. 201, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ordre des dieux, prédiction, oracle.
Étymologie: θεοπρόπος.

Greek Monolingual

θεοπροπία, ἡ (Α) θεοπρόπος
η προφητεία.

Greek Monotonic

θεοπροπία: ἡ, προφητεία, χρησμός.

Russian (Dvoretsky)

θεοπροπία: ион. θεοπροπίη ἡ прорицание, пророчество или веление божества Hom.

Middle Liddell

θεοπροπία, ἡ, [from θεοπρόπος
a prophecy, oracle