θεοπρόπος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπρόπος Medium diacritics: θεοπρόπος Low diacritics: θεοπρόπος Capitals: ΘΕΟΠΡΟΠΟΣ
Transliteration A: theoprópos Transliteration B: theopropos Transliteration C: theopropos Beta Code: qeopro/pos

English (LSJ)

θεοπρόπον,
A prophetic, οἰωνιστής Il.13.70; ἔπος S.Tr.822 (lyr.); ἦτορ Q.S.12.534.
2 Subst., seer, prophet, Il.12.228, Od.1.416; of Moses, Ph.1.199.
b θεοπρόπον, τό, = θεοπροπία, Call.Lav. Pall.125(pl.).
II public messenger sent to inquire of an oracle, Ion. for θεωρός, Hdt.1.48, al., A.Pr.659, IG12(5).141.9 (Paros, iii B.C.), SIG548.2 (Delph., iii B.C.), Plu.Cim.18: pl., as pr. n. of a family (= Θεοπροπίδαι, cf. D.L.2.125), Porph.Abst.2.9. (-προπο- assim. fr. -προκο-, cf. Lat. procus, precor.)

German (Pape)

[Seite 1197] ὁ (gew. von θεός u. προειπεῖν abgeleitet; Butim. Lex. I p. 19 θεός u. πρέπω, der ein von der Gottheit gegebenes Zeichen deutet; nach E. M. u. Eust. θεοῖς πρέποντα λέγων; Hesych. μάντεις ἐκ θεοῦ προλέγοντες), Wahrsager, Prophet, der die Zeichen der Götter deutet, ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων, Il. 12, 228; οἰωνιστής, 13, 70; vgl. Od. 1, 416; τὸ ἔπος θ., Soph. Tr. 822, wie τὸ θεοπρόπον, Orakel, Call. lav. Pall. 125; ein an das Orakel Abgesandter, um es zu befragen, Aesch. Prom. 659; Her. 1, 67 u. öfter; D. Hal. 1, 24; Plut. Cim. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait connaître la volonté des dieux ; subst.θεοπρόπος devin, prophète;
2 messager envoyé pour consulter l'oracle (= théore).
Étymologie: θεός, πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

θεοπρόπος: II
1 прорицатель, истолкователь божественной воли Hom.;
2 (= θεωρός) теопроп (посол, снаряжаемый для того, чтобы вопросить оракул) Hom., Aesch., Her., Plut., Luc.
пророчествующий, прозорливый, вещий (οἰωνιστής Hom.); вещий, пророческий (ἔπος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

θεοπρόπος: -ον, προλέγων τὰ μέλλοντα, προφητικός, οἰωνιστής Ἰλ. Ν. 70∙ ἔπος Σοφ. Τρ. 822∙ ἦτορ, θυμὸς Κόϊντ. Σμ. 12. 534, Ἀνθ. Π. 1. 10, 5∙ πρβλ. θειοπρόπος. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ μάντις, προφήτης, Ἰλ. Μ. 228, Ὀδ. Α. 416∙ - θεοπρόπον ἢ θεόπροπον, τό, = θεοπροπία, Καλ. Λουτρ. Παλλ. 125. ΙΙ. δημόσιος ἀγγελιαφόρος ἀπεσταλμένος ὅπως ἐρωτήσῃ τὸ μαντεῖον, Ἰων. ἀντὶ θεωρός, Ἡρόδ. 1. 48, 67., 5. 79., 6. 57., 7. 140∙ ὡσαύτως Αἰσχύλ. Πρ. 659, Πλούτ. Κίμ. 18. (Κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ., ὁ ἑρμηνεύων τὸ θεοπρόπιον, ἐκεῖνο δι’ οὗ ὁ θεὸς πρέπει, ἑρμηνευτὴς θείου σημείου)∙

English (Autenrieth)

one who reveals and interprets the will of the gods, seer, prophet; as adj., Il. 13.70.

Spanish

adivino, profeta

Greek Monolingual

θεοπρόπος, -ον (Α)
1. αυτός που ρωτά τους θεούς και δίνει χρησμούς, ο προφητικόςθεοπρόπος οἰωνιστής», Ομ. Ιλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ό θεοπρόπος
α) μάντης, προφήτης
β) δημόσιος αγγελιαφόρος απεσταλμένος να ρωτήσει μαντείο
3. το ουδ. ως ουσ. το θεοπρόπον
η θεοπροπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + πρέπω «φαίνομαι καθαρά». Η λ. δήλωνε αρχικά τον μάντη, αυτόν που καθιστά σαφή τη θεία θέληση, κατόπιν όμως η σημασία της εξειδικεύθηκε σε «απεσταλμένος πόλεως για χρησμό».
ΠΑΡ. θεοπροπία, θεοπρόπιον, θεοπροπώ].

Greek Monotonic

θεοπρόπος: -ον (πρέπω),
I. 1. αυτός που προλέγει τα μελλούμενα μέσω προφητείας, προφητικός, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. ως ουσ., μάντης, προφήτης, σε Όμηρ.
II. δημόσιος αγγελιαφόρος σταλμένος για να πάρει από μαντείο χρησμό, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: fortune-teller, seer, also adj. prophetic
Derivatives: θεοπροπέω (only ptc.) prophesy and θεοπρόπιον, -ία prophecy, oracle (Il.; on -ιον, -ία Scheller Oxytonierung 30f.).
Origin: IE [Indo-European] [845] *prep- appear, come into the eyes
Etymology: Prob. with Bechtel Lex. s. v. after Buttmann from θεός and πρέπειν as "the one who appears from god"; diff. Runes IF 50, 272). Not with L. Meyer KZ 22, 54ff. a. o. (to Lat. precor, procus) or Bonfante Ist. Lomb. 65, 66ff. (to Lat. reciprocus).

Middle Liddell

θεο-πρόπος, ον πρέπω
I. foretelling things by a spirit of prophecy, prophetic, Il., Soph.
2. as substantive a seer, prophet, diviner, Hom.
II. a public messenger sent to enquire of the oracle, Il., Hdt., Aesch.

Frisk Etymology German

θεοπρόπος: {theoprópos}
Grammar: m.
Meaning: Wahrsager, Seher, auch Adj. weissagend, mit θεοπροπέω (nur Ptz.) weissagen und θεοπρόπιον, -ία Weissagung, Orakel (alles seit Il.; zu -ιον, -ία Scheller Oxytonierung 30f. m. Lit.).
Etymology: Wohl mit Bechtel Lex. s. v. nach Buttmann von θεός und πρέπειν als "der von Gottes wegen erscheinende, auftretende" ("der sich von dem Gott aus vernehmlich macht" Bechtel; dagegen mit anderem Vorschlag Runes IF 50, 272). Abzulehnen L. Meyer KZ 22, 54ff. u. A. (zu lat. precor, procus) und Bonfante Ist. Lomb. 65, 66ff. (zu lat. reciprocus).
Page 1,662

English (Woodhouse)

envoy sent to a festival, envoy sent to consult an oracle, messenger sent to attend a festival, messenger sent to consult an oracle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=προφήτης, μάντης). Ἀπό τό θεός + πρέπω. Δές στό θεός γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα πρέπω.

Léxico de magia

-ον adivino, profeta de Apolo Φοῖβε, μαντοσύναισιν ἐπίρροθε, Φοῖβε Ἀπόλλον, Λητοΐδη ἑκάεργε, θεόπροπε Febo, que socorres con tus oráculos, Febo Apolo, hijo de Leto, que actúas de lejos, adivino P VI 26