νευστήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (νέω A)
A swimmer, sailor, Hsch. (νευτήρ cod., fort. <ἀρ>νευτήρ).
Greek (Liddell-Scott)
νευστήρ: ῆρος, ὁ, (νέω, νεύσομαι) κολυμβητής, Ἡσύχ. (ἔνθα νευτήρ).
ῆρος, ὁ, (νέω A)
A swimmer, sailor, Hsch. (νευτήρ cod., fort. <ἀρ>νευτήρ).
νευστήρ: ῆρος, ὁ, (νέω, νεύσομαι) κολυμβητής, Ἡσύχ. (ἔνθα νευτήρ).