κολυμβητής
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
κολυμβητοῦ, ὁ,
A diver, Th.4.26, Pl.Prt. 350a, Arist.PA659a9, Sammelb.3747 (i B.C.), etc.
II one who draws water from a well, Hsch. (pl.).
German (Pape)
[Seite 1476] ὁ, der Taucher, Schwimmer; ἐςένεον δὲ καὶ κατὰ τὸν λιμένα κολυμβηταὶ ὕφυδροι Thuc. 4, 26; Mnaseas bei Ath. VII, 296 c; Arist. part. anim. 2, 16 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
plongeur, nageur.
Étymologie: κόλυμβος.
Russian (Dvoretsky)
κολυμβητής: οῦ ὁ Plat., Thuc., Arst. = κολυμβητήρ.
Greek (Liddell-Scott)
κολυμβητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. urinator, Θουκ. 4. 26, Πλάτ. Πρωτ. 350Α, Ἀριστ., κτλ.
Greek Monolingual
ο θηλ. -ήτρια (AM κολυμβητής) κολυμβώ
αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται με την κολύμβηση ως άθλημα («οι κολυμβητές προπονούνται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες»)
2. φρ. «Δηλίου δεῖται κολυμβητοῦ» — για ειδήμονες ή ικανότατους ανθρώπους που απαιτούνται για τη λύση κάποιου προβλήματος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ κολυμβηταί
αυτοί που ανασύρουν από φρέατα κάδους με νερό.
Greek Monotonic
κολυμβητής: -οῦ, ὁ, κολυμβητής, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
κολυμβητής, οῦ, [from κόλυμβος
a diver, Thuc., Plat., etc.