εως, ἡ,
A bridal, marriage, LXXCa.3.11.
[Seite 268] ἡ, das Verheirathen, LXX.
νύμφευσις: ἡ, γαμήλιος τελετή, γάμος, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτων Γ΄, 11).