συγκύρησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A concurrence, coincidence, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Epicur.Ep.2p.43U.; conjuncture, Plb.9.12.6.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, = Vorigem; Pol. 9, 12, 6; S. Emp. pyrrh. 1, 141.
Greek (Liddell-Scott)
συγκύρησις: ἡ, σύμπτωσις, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Διογ. Λ. 10. 98· συνδρομὴ περιστάσεων, Πολύβ. 9. 12, 6.
Greek Monolingual
και πιθ. σύγκυρσις, -ύρσεως, ἡ, Α [συγκυρῶ (Ι)]
1. συγκυρία
2. σύμπτωση («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾱλλον», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
συγκύρησις: εως (ῠ) ἡ стечение обстоятельств, случайное совпадение Polyb., Diog. L., Sext.