ὁ,
A shyness, timidity, ib.1128.
[Seite 807] ὁ, Schüchternheit, Hesych.
πτᾰκισμός: ὁ, δειλία, Ἡσύχ. ἐν λ. πτάκες.
ὁ, Α(ποιητ. τ.) δειλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + -ισμός μέσω αμάρτυρου ρ. πτακ-ίζω].