πτακισμός

Revision as of 23:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ὁ,

   A shyness, timidity, ib.1128.

German (Pape)

[Seite 807] ὁ, Schüchternheit, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πτᾰκισμός: ὁ, δειλία, Ἡσύχ. ἐν λ. πτάκες.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) δειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + -ισμός μέσω αμάρτυρου ρ. πτακ-ίζω].