χλευαστής

Revision as of 23:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A mocker, scoffer, Arist.Rh.1380a29, Procl.Par.Ptol.230, Poll.9.149, etc.: c. gen., M. Ant.6.47.

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, der Spötter, der einen Andern schnöde behandelt, Arist. rhet. 2, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χλευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ χλευάζων, ἐμπαίζων χλευαστικῶς, Ἀριστ. Ρημ. 2. 3, 9, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 230, Πολυδ. Θ΄, 149 κλπ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
railleur, moqueur.
Étymologie: χλευάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χλευάζω
αυτός που χλευάζει, που περιγελά («οἷον χλευασταῑς καὶ κωμῷδοποιοῑς», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

χλευαστής: -οῦ, ὁ, χλευαστής, αυτός που εμπαίζει, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

χλευαστής: οῦ ὁ насмешник Arst.

Middle Liddell

χλευαστής, οῦ, ὁ,
a mocker, scoffer, Arist.