ἀντίσπασμα

Revision as of 00:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ατος, τό, in war,

   A distraction, diversion, Plb.2.18.3, D.S.20.86, J.AJ17.2.4.

German (Pape)

[Seite 260] τό, das Abziehen von etwas, zu einem andern Geschäft, Pol. 2, 18; D. Sic. 20, 86;Widerspruch, Veranlassung zum Zwist, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίσπασμα: -ατος, τό, ἐν πολέμῳ, διάσπασις, περισπασμός, ὡς τὸ ἀντιπερίσπασμα, Πολύβ. 2. 18, 3., Διόδ. 20. 86. ΙΙ. ἀφορμὴ πρὸς ἔριν, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 17. 2, 4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 milit. distracción γενομένου δ' ἀντισπάσματος Plb.2.18.3, cf. D.S.20.86, I.AI 19.65, c. gen. τῆς φυγῆς Ph.1.459.
2 causa de disensión ἀντίσπασμα δ' ἦν αὐτοῖς I.AI 17.36.

Greek Monolingual

ἀντίσπασμα, το (Α)
αντιπερισπασμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίσπασμα: ατος τό воен. отвлечение сил Polyb., Diod.