Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αντιπερισπασμός

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

ο (Α ἀντιπερισπασμός)
(ως στρ. όρ.)
1. απόσπαση της προσοχής του αντιπάλου προς άλλη κατεύθυνση
2. πολεμική ενέργεια που αποβλέπει σ' αυτό τον σκοπό
νεοελλ.
μτφ. ενοχλητική απασχόληση, έγνοια, δυσκολία, εμπόδιο.