αντιπερισπασμός
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Greek Monolingual
ο (Α ἀντιπερισπασμός)
(ως στρ. όρ.)
1. απόσπαση της προσοχής του αντιπάλου προς άλλη κατεύθυνση
2. πολεμική ενέργεια που αποβλέπει σ' αυτό τον σκοπό
νεοελλ.
μτφ. ενοχλητική απασχόληση, έγνοια, δυσκολία, εμπόδιο.