A delude, mock, Men.Prot.p.90 D.
ἀποφενᾱκίζω: φενακίζω, μυκτηρίζω, Μενάνδρ. Ἀποσπ. σ. 404.
engañar, burlar ἐφυβρίζων τε ἐς αὐτοὺς καὶ ἀποφενακίζων Men.Prot.p.90.