μυκτηρίζω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
A turn up the nose, sneer at, Lys.Fr.323 S., LXX Pr.1.30, al., S.E.M.1.217:—Pass., μυκτηρίζομαι to be mocked, LXX Je.20.7: hence, to be outwitted, Ep.Gal.6.7.
II bleed at the nose, Hp.Epid.7.123.
German (Pape)
[Seite 216] naserümpfen, verspotten, verhöhnen, Lys. bei Poll. 2, 78 u. Sp.; im pass. auch N.T., sich verspotten lassen. Vgl. S. Emp. adv. gramm. 217.
French (Bailly abrégé)
1 saigner du nez;
2 se moquer, railler.
Étymologie: μυκτήρ.
Russian (Dvoretsky)
μυκτηρίζω: насмехаться, издеваться Lys., Sext.; pass. μυκτηρίζομαι = быть предметом насмешек NT.
Greek (Liddell-Scott)
μυκτηρίζω: ἐμπαίζω στρέφων τὴν ῥῖνα, «ἀπὸ τοῦ τῷ μυκτῆρι ἐνδείκνυσθαι τὸ δυσχεραίνειν» Λυσίας παρὰ Πολυδ. Β΄, 78, Λατ. naso adunco suspendere, χλευάζω, καταγελῶ, Ἡσύχ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 217· ― Παθ., χλευάζομαι, σκώπτομαι, ἐμπαίζομαι, πρὸς Γαλάτ. ϛʹ, 7. ΙΙ. πάσχω αἱμορραγίαν τῆς ῥινός, Ἱππ. 1240D.
English (Strong)
from a derivative of the base of μυκάομαι (meaning snout, as that whence lowing proceeds); to make mouths at, i.e. ridicule: mock.
English (Thayer)
(μυκτήρ the nose); present passive 3rd person singular μυκτηρίζεται; properly, to turn up the nose or sneer at; to mock, deride: τινα, passive οὐ μυκτηρίζεται, does not suffer himself to be mocked, לָעַג, נָאַץ, בָּזָה, Clement of Rome, 1 Corinthians 39,1 [ET] (and Harnack's note)). Sextus Empiricus, adverb math. i. 211 (p. 648,11edition Bekker).) (Compare: ἐκμυκτηρίζω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ μυκτηρίζω, Α και μυκτηριάζω) μυκτήρ
χλευάζω, περιπαίζω κάποιον ζαρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη μύτη μου για να δείξω περιφρόνηση («ούτε Βαρλαάμ υπάρχει να τους μυκτηρίσει ούτε Παλαμάς να τους δικαιώσει», Παπαντ.)
αρχ.
1. πάσχω από αιμορραγία της μύτης, τρέχει αίμα από τη μύτη μου
2. παθ. μυκτηρίζομαι
απατώμαι, εξαπατώμαι («Θεός οὐ μυκτηρίζεται», ΚΔ).
Greek Monotonic
μυκτηρίζω: χλευάζω στρέφοντας τα ρουθούνια της μύτης μου, σαρκάζω — Παθ., είμαι αντικείμενο εμπαιγμού, με χλευάζουν, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μυκτηρίζω, [from μυκτήρ
to turn up the nose or sneer at:—Pass. to be mocked, NTest.
Chinese
原文音譯:mukthr⋯zw 祕克帖里索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:鼻(化) 相當於: (בּוּז) (בָּזָה / נְמִבְזָה) (לָעַג) (נָאַץ) (קֶלֶס)
字義溯源:作鬼臉,輕慢,鄙視,嘲弄,譏笑,愚弄;源自(μυκάομαι)=吼叫);而 (μυκάομαι)又出自(μυέω)X*=牛鳴聲)
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 是⋯輕慢的(1) 加6:7
Mantoulidis Etymological
(=χλευάζω). Ἀπό τό μυκτήρ (=ρουθούνι, μύτη), πού παράγεται Ἀπό ρίζα μυκ- τοῦ μύττω -μύσσομαι (=σκουπίζω τή μύξα).
Παράγωγα: μυκτηρισμός (=ἐμπαιγμός), μυκτηριστής, μυκτηριστικός.