ἐξεριστικός

Revision as of 09:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ή, όν,

   A captious, disputatious, dub. l. in Epicur.Sent.14; cf. ἐξερειστικός.

German (Pape)

[Seite 878] ή, όν, zum hartnäckigen Streite gehörig, geneigt; δύναμις D. L. 10, 143; πληγή, heftiger Pulsschlag, Galen.

Greek Monolingual

ἐξεριστικός, -ή, -όν (Α) εξεριστής
αυτός που έχει τάση για έριδες και λογομαχίες.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεριστικός: умеющий (успешно) спорить: δύναμις ἐξεριστική Diog. L. умение побеждать.