ατος, τό,
A passage, journey, Str.17.1.45.
[Seite 292] τό, Weg, Gang, Reise, Strab.
ὅδευμα: τό, διάβασις, δρόμος, ὁδοιπορία, «ταξεῖδι», Στράβ. 815.